EIΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ
Η μπροσούρα που ακολουθεί αποτελεί τμήμα ενός συνολικότερου εγχειρήματος της συλλογικότητας Common Wheel από τη Βόρεια Ακτή του Staten Island, στις ΗΠΑ. Βασίζεται στη μετάφραση του πρώτου βιβλίου, σε σύνολο τριών, που στόχο έχουν να αποτελέσουν, σύμφωνα με τη συλλογικότητα, “ένα εγχειρίδιο σχετικά με τη συλλογική διαδικασία ομάδων που λειτουργούν στη βάση της αρχής της ισοτιμίας.” Με αυτή τους την επεξεργασία τα μέλη του Common Wheel επιθυμούν να “εστιάσουν στη συχνά παραγνωρισμένη αρνητική δυναμική που εμφανίζεται όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να δουλέψουν συλλογικά”. Πρόκειται για ένα πρότζεκτ σε εξέλιξη και καλούν οποιονδήποτε ενδιαφέρεται, να συμμετάσχει στην επεξεργασία του.
Το πρώτο βιβλίο έχει τον τίτλο “Με αυτό μοιάζει η ομοφωνία;” ενώ τα επόμενα δύο τιτλοφορούνται “Είναι αυτή η δίκαιη κοινωνία που θέλουμε να φτιάξουμε;” και “Κάποιες λύσεις;”. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέλη του Common Wheel και στα τρία μέρη αυτού του εγχειρήματος απευθύνουν, ήδη από τον τίτλο, ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά της συλλογικής ζωής και των διαδικασιών της, καθώς η πρόθεσή τους είναι να επεξεργαστούν έναν προβληματισμό γύρω από τη συνθήκη και τις δυσκολίες του συλλογικού. Παρόλο που ειδικά το πρώτο βιβλίο, αυτό που εμείς διαλέξαμε να μεταφράσουμε, έχει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή ενός “εγχειριδίου” περί της ομοφωνίας στα πλαίσια μιας αντι-ιεραρχικής συλλογικής διαδικασίας, ελπίζουμε να γίνει σαφές πως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εξερεύνηση στην οποία διατυπώνονται κυρίως ερωτήματα καθώς και το πλαίσιο ενός αναστοχασμού, παρά μια θεωρία για τη “συνταγή” ή “οδηγίες χρήσης” της “ορθής” συλλογικής διαδικασίας.
Οπωσδήποτε το κείμενο παρουσιάζει αδυναμίες και φυσικά είναι μια επεξεργασία ανάμεσα σε πολλές αναφορικά με το συλλογικό και τις διαδικασίες του. Παρόλα αυτά θεωρούμε, αν και απέχουμε πολύ από το να έχουμε κάνει μια εξαντλητική έρευνα πάνω σε σχετικά κείμενα, ότι πρόκειται για μια σημαντική προσπάθεια καθώς φέρνει στο προσκήνιο της ανάλυσης καυτά ζητήματα των συλλογικών αντι-ιεραρχικών εγχειρημάτων και προσπαθεί να αναδείξει τις δυναμικές τους -ζητήματα τα οποία επειδή είναι δύσκολα και επώδυνα (αλλά όχι μόνο για αυτό) συχνά καταλήγουν να τακτοποιούνται όμορφα κάτω από το χαλί των συλλογικών εστιών μας. Παραδείγματα τέτοιων ζητημάτων, οικεία μάλλον σε πολλούς και πολλές, αποτελούν η ανάδειξη άτυπων ιεραρχιών ή/και η άνιση κατανομή του χρόνου ομιλίας αλλά και του ειδικού βάρους της συμμετοχής ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες μέσα σε, αυτοπροσδιοριζόμενες ως, αντι-ιεραρχικές ή αντεξουσιαστικές συλλογικότητες.
Αυτό που σε μεγάλο βαθμό τράβηξε το ενδιαφέρον μας στο κείμενο ήταν ο κριτικός τρόπος με τον οποίο εξετάζεται και απο-δομείται η ομοφωνία ως πράξη, διαδικασία, ιδανικό και εσωτερικός θεσμός του συλλογικού. Σημαντική μας φάνηκε, επίσης, και η εστίαση στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις συμπεριφορές των ανθρώπων μιας ομάδας και στο πώς αυτές επιδρούν καθοριστικά σε αυτό που αποτελεί την ουσία της ομοφωνίας. Εκφράζουμε μια ένσταση σε σχέση με την υπέρ του δέοντος ενασχόληση του κειμένου με την καταγραφή και ταξινόμηση συμπεριφορών, κάτι που αγνοεί, ενδεχομένως, το ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι κάτι το στατικό και δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από τη συγκυρία και το περιβάλλον ενός ορισμένου χωροχρόνου. Παρόλα αυτά, το γεγονός πως αναδεικνύεται η σημασία και το βάρος των συναισθημάτων και των συμπεριφορών δείχνει μια πρόθεση να εστιάσει η ανάλυση σε κάτι που συχνά παραμελείται ή αγνοείται στην επεξεργασία των συλλογικών διαδικασιών: τον υποκειμενικό παράγοντα και τη μικροφυσική της εξουσίας, όπως αυτά ξεδιπλώνονται στις σχέσεις των ανθρώπων που απαρτίζουν ένα συλλογικό μόρφωμα.
Ένα τελευταίο που πρέπει να σημειωθεί για το βιβλίο των Common Wheel είναι το γεγονός ότι η κριτική τους σχετικά με την ομοφωνία αναφέρεται σε συλλογικότητες που αυτοπροσδιορίζονται ως αντι-ιεραρχικές, αλλά στην ανάλυση δεν προσδιορίζεται κάποιο περαιτέρω χαρακτηριστικό αυτών των συλλογικοτήτων. Δηλαδή, δεν αναφέρονται σε συλλογικά εγχειρήματα που έχουν τους χ ή ψ στόχους ή πολιτικά προτάγματα (πχ τον αγώνα ενάντια στο κράτος, τη συμβίωση στα πλαίσια μιας κατάληψης στέγης κλπ). Φαίνεται να θεωρούν πως τα προβλήματα σχετικά με την ομοφωνία και τις συλλογικές διαδικασίες αφορούν με παρόμοιο τρόπο κάθε συλλογικότητα που θέλει να δρα στη βάση της αρχής της ισοτιμίας, ασχέτως αν πρόκειται για μια αναρχική ομάδα, μια μουσική κολλεκτίβα ή μια συμβιωτική συγκατοίκηση. Αυτό, κατά την άποψή μας, παρουσιάζει κάποια προβλήματα καθώς μπορεί να διατυπωθεί το επιχείρημα πως η ομοφωνία και η όποια ουσία της είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τους στόχους και τα αιτήματα μιας συλλογικότητας, πάνω εκεί δοκιμάζεται και έχει νόημα, γιατί αυτά εξυπηρετεί. Έτσι, ίσως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια περιεκτική ή συνολική ανάλυση της συλλογικής ζωής χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και τους στόχους ενός συλλογικού εγχειρήματος. Μια δίκαιη όμως κριτική του κειμένου θα δεχόταν ως προϋπόθεση ότι οι Common Wheel αφήνουν στην άκρη αυτό το κομμάτι προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν τις ιδιαιτερότητες και να κάνουν έτσι πιο εύχρηστη την κριτική καταγραφή των προβλημάτων του συλλογικού σε ένα πιο γενικό επίπεδο.
Ορισμένες σκέψεις σχετικά με την ομοφωνία
Όποιος και όποια έχει βρεθεί σε συλλογικά εγχειρήματα με αντι-ιεραρχικές δομές θα έχει φυσικά αναγνωρίσει τον εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο της ομοφωνίας, η οποία, στο βαθμό που ορίζεται ως μια διαδικασία, δεν είναι απλώς ένα εργαλειακό μέσο λήψης αποφάσεων αλλά ταυτόχρονα, και κυρίως, ένα συστατικό, δομικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξης και δράσης της ομάδας.
Για εμάς η ομοφωνία είναι κρίσιμη γιατί θεωρούμε πως οι διαδικασίες με τις οποίες λειτουργούν τα συλλογικά μας πράγματα είναι τόσο σημαντικές όσο κι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε. Έτσι, την ομοφωνία τη βιώνουμε και την καταλαβαίνουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας συνύπαρξης, μιας συνύπαρξης που έχει ως αφετηρία τη διεκδίκηση μιας ζωής που υπερβαίνει σχέσεις κυριαρχίας, και που ως εγχείρημα προσπαθεί να μας απεγκλωβίσει από εξουσιαστικά πλέγματα. Αποδεχόμαστε πως μέσα σε τέτοια πλέγματα είμαστε διαμορφωμένοι ως υποκείμενα και πως ακόμη και μέσα στις ίδιες τις συλλογικότητές μας δεν μεταμορφωνόμαστε αυτόματα σε κάτι “άλλο”, παρά τη διατυπωμένη συλλογική μας αντιπαράθεση με την εξουσία και τη βία της. Μια παραδειγματική περίπτωση των πλεγμάτων εξουσίας που μας ακολουθούν και στις ομάδες ισοτιμίας που προσπαθούμε να φτιάξουμε, είναι το δίπολο των ρόλων “η άτυπη αρχηγός” από τη μια -το μέλος της ομάδας που όλα περνάν από το χέρι της και οφείλει όλα να τα ελέγχει/εγκρίνει- και “αυτή που δεν εμπλέκεται” από την άλλη -το μέλος της ομάδας που κυρίως παρατηρεί, μένει σιωπηλό, δουλεύει αλλά δεν παίρνει πρωτοβουλίες και που θεωρεί ότι κάποιοι άλλοι ξέρουν καλύτερα. Είναι φυσικά ευνόητο ότι παρόλο που οι ρόλοι είναι διαφορετικοί, χρειάζονται ο ένας τον άλλο και χτίζονται πάνω σε μια κοινή ηθική αντίληψη για την ιεραρχία που, όντας με έναν τρόπο “φυσικοποιημένη”, περνάει, συνήθως, σχεδόν απαρατήρητη.
Έχουμε συνείδηση πως η παραγωγή μας ως υποκειμένων έχει αναπόφευκτα συμβεί στο πλαίσιο ενός πολύπλοκου δικτύου σχέσεων εξουσίας, το οποίο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μας αγκαλιάζει και μας εμπεριέχει όλες και όλους. Αυτό φυσικά αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη συλλογικοτήτων ισοτιμίας και ουσιαστικής αλληλεπίδρασης. Θεωρούμε ότι η συνειδητοποίηση του πώς λειτουργούμε στο περιβάλλον αυτής της πληθυντικής εξουσίας “εντός μας” πρέπει να αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους κάθε συλλογικότητας που θεωρεί ότι εμπνέεται από τα ιδανικά της αντι-ιεραρχίας και της ισοτιμίας.
Σήμερα τα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία που μας παραδίδει η κληρονομιά των ριζοσπαστικών κινημάτων μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από το κλασικό σχήμα μιας επαναστατικής θεωρίας που ορίζει απλοποιημένα την πάλη ενάντια στην εξουσία ως μια πάλη ανάμεσα σε “εξουσιαστές” και “εξουσιαζόμενους”. Η έννοια της κυριαρχίας ή η αντίληψη της εξουσίας ως το πλήθος των σχέσεων δύναμης στον κοινωνικό χώρο, επιχειρούν να αναδιατυπώσουν τους όρους με τους οποίους καταλαβαίνουμε τόσο τους εαυτούς μας όσο και τους όποιους “άλλους” έχουμε απέναντί μας. Έτσι, μπορούμε με άλλη ακρίβεια και με μια νέα ματιά να στοχαστούμε πάνω στην εξουσία και τους τρόπους της.
Στο πλαίσιο αυτής της άλλης προοπτικής δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να μεταφέρουμε την “πάλη ενάντια σε κάθε εξουσία” και στο εσωτερικό των ίδιων των συλλογικοτήτων μας και “μέσα” στον ίδιο μας τον εαυτό εφόσον αυτός αποτελεί οργανικό στοιχείο της ομάδας. Αν ζητάμε να υπερασπιστούμε και να καλλιεργήσουμε την ιδέα αλλά και την πραγματικότητα της κοινότητας και της συλλογικής συνύπαρξης, είναι σημαντικό να γυρίζουμε στο κατεξοχήν πεδίο της δυνητικής μας συνάντησης, την -ισότιμη- ομάδα και να διερευνούμε τί δεν πάει καλά. Για όλα τα παραπάνω η κριτική εξέταση τους πώς καταλαβαίνουμε, χρησιμοποιούμε και εφαρμόζουμε την ομοφωνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική.
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει την πρακτική της ομοφωνίας πολύτιμη είναι η ιδέα την οποία υπερασπίζεται: πως όλα τα μέλη μιας ομάδας είναι σημαντικά και ότι όλες οι απόψεις αξίζει να ακουστούν, να εμπλουτιστούν και μακροπρόθεσμα να εξελιχθούν μέσα από συλλογικά εργαστήρια. Εδώ δεν εκφράζεται απλώς η ηθική της ισοτιμίας, αλλά και η πεποίθηση πως αυτό που έχει να προσφέρει ο καθένας και η καθεμιά σε επίπεδο θεώρησης και δράσης είναι απαραίτητο στοιχείο της προσπάθειας που κάνει η ομάδα να προχωρά με μια συλλογική διάθεση συνεργασίας. Επιπλέον, η ομοφωνία έτσι ιδωμένη, γίνεται αντιληπτή ως μια, μπορούμε να πούμε, “τεχνολογία” που εστιάζει στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και προσπαθεί να χτίσει τις συνθήκες ώστε η καινοτομία, η πρωτοβουλία, η έκφραση των ιδεών, οι δυνατότητες του καθένα και της καθεμιάς να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει τη συλλογική μας δύναμη και θα προσφέρει τρόπους σε κάθε ατομικότητα για να εκφράσει και να αισθανθεί τη δημιουργία.
Αυτό που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι ότι για να μπορεί η ποικιλία των θέσεων, ερωτημάτων, προβληματισμών να βρίσκει χώρο είναι απαραίτητο να υπάρχει εγρήγορση σε σχέση με τους όρους που διαμορφώνουν τη συζήτηση και την ανταλλαγή. Για παράδειγμα, η συζήτηση που πραγματοποιείται έτσι ώστε να απομονώνεται και να υποβαθμίζεται τελικά μια μειοψηφική άποψη προς όφελος, υποτίθεται, μιας κοινής απόφασης παραβιάζει κάποιες καταστατικές αρχές της ομοφωνίας. Μια τυπικά ομόφωνη απόφαση που έχει προκύψει μέσω ενός τέτοιου μηχανισμού δεν είναι, φυσικά, ουσιαστικά ομόφωνη. Για να συμφωνήσει κανείς ελεύθερα με μια άποψη δεν πρέπει να υπάρχει εξαναγκασμός ή διαφορές στα επίπεδα εξουσίας που ασκεί το κάθε μέλος. Έτσι, η απουσία ιεραρχίας και εξουσίας μέσα σε μια ομάδα δεν είναι απλώς ένας επιπρόσθετος όρος, αλλά ουσιώδης για την ίδια της την ύπαρξη, για την εξέλιξη κάθε μέλους ως ατομικότητας, αλλά και για την ίδια τη διαδικασία του συλλογικού.
Στην ομόφωνη διαδικασία δεν μπορεί να υπάρχει μια πλευρά που “κερδίζει” μέσα στη συλλογικότητα και μια άλλη που “χάνει”. Η κάθε άποψη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αφορμή για κουβέντα και αυτοί/αυτές που τη διατυπώνουν να μην αισθάνονται μειοψηφία ή βάρος και εμπόδιο στο συλλογικό προχώρημα ώστε να ακυρώνεται τελικά η ενεργητική συμμετοχή τους στην ομάδα [*]. Ταυτόχρονα θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η συνθήκη της συζήτησης δεν θα δίνει την ευκαιρία σε κάποιους να εκμεταλλεύονται το χώρο που φτιάχνει η ομάδα για να διακόπτεται συνεχώς η επιθυμία για πράξη και δράση. Τόσο η “δράση” όσο και η “μη-δράση” έχουν, θεωρούμε, την ίδια βαρύτητα, ή αλλιώς, αυτό το δίλημμα είναι μάλλον ψευδές όταν έρχεται να χρεωθεί στην ομοφωνία και τις μεθόδους της. Η “μη-δράση” έχει σημαινόμενα που μπορούν να μας αποκαλύψουν διαστάσεις ενός ζητήματος οι οποίες πιθανόν να εξαφανίζονταν από την άμεση “δράση”. Διαστάσεις που αφορούν κυρίως τους ίδιους μας τους εαυτούς και τη σχέση φαντασιακού-πραγματικού στο κοινωνικό πεδίο όπου πράττουμε. Από την άλλη, η συζήτηση που δεν χάνει τους στόχους της θα έπρεπε να οδηγεί σε κάτι που να γίνεται αντιληπτό ως “δράση”, δηλαδή σε μια μετατόπιση, σε μια καινούρια ιδέα, σε απτές επιλογές και όχι στη λύση του να παρατήσουμε κάτι απλώς επειδή δεν “βγαίνει” ομόφωνα. Ίσως όταν η ομοφωνία φαντάζει από δύσκολη έως ανέφικτη τότε να είναι ακόμη πιο επιτακτικό να την προσπαθήσουμε μέχρι τέλους.
Η ακρόαση όλων των απόψεων στην οποία στηρίζεται η ομοφωνία συνδέεται επίσης και με μια διάθεση για αμοιβαίο συμβιβασμό. Διαπιστώνουμε πως η έννοια του αμοιβαίου συμβιβασμού είναι στην πολιτική μας κουλτούρα πολύ αρνητικά φορτισμένη. Σίγουρα με τον αμοιβαίο συμβιβασμό δεν υπονοείται μια εξουσιαστική τακτική “υποταγής”, ούτε και η διάθεση να βρούμε μια “μέση λύση” γενική και αόριστη που δεν θα ικανοποιεί κανέναν, αλλά θα εμφανίζεται ως κοινή. Αυτό πολλές φορές οδηγεί σε “χλιαρές” αποφάσεις με “χλιαρούς” υποστηρικτές. Η ουσιαστικά ομόφωνη διαδικασία που οδηγεί σε πραγματικές ομόφωνες αποφάσεις πρέπει να έχει, ιδανικά τουλάχιστον, το χαρακτήρα μιας διαδικασίας που αφήνει όλους όχι ενδεχομένως απόλυτα ευχαριστημένους με την απόφαση, αλλά σίγουρα ικανοποιημένους με το επίπεδο ποιότητας της συλλογικής συνύπαρξης.
Κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό είναι η διαπίστωση πως πολύ συχνά η ομορφιά και οι δυνατότητες της ομοφωνίας δεν εξηγούνται στο νεοεισερχόμενο σε μια συλλογικότητα κόσμο. Όσες και όσοι γνωρίζουμε την ομοφωνία στην πράξη, συχνά τη θεωρούμε δεδομένη και εφικτή. Είναι παρόλα αυτά καλό και αναγκαίο να περιγράφεται και να αναδεικνύεται κατά διαστήματα η αξία της, ώστε και τα νεότερα μέλη να μπορούν να αντιλαμβάνονται τη γοητεία της διαδικασίας και την ηθική αντίληψη την οποία ενισχύει και από την οποία προκύπτει.
Κλείνοντας
Είναι αλήθεια ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει η ομοφωνία, χρειάζεται θέληση, θέληση, θέληση, τόσες φορές θέληση όσα και τα μέλη της ομάδας, καθώς και υπομονή από ολόκληρη τη συλλογικότητα. Πρόκειται, ειδικά στην αρχή της ζωής μιας συλλογικότητας, για μια μακρά διαδικασία. Και ίσως τελικά να υπάρχουν φορές που η ομοφωνία αποδεικνύεται λιγότερη ικανή από άλλες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτό συχνά δημιουργεί απογοήτευση και ένα αίσθημα ματαίωσης και ακύρωσης της προσπάθειας. όμως, πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας, ξανά και ξανά, τί είναι αυτό που κατορθώνει η ομοφωνία, με τρόπο μοναδικό, κάθε φορά που την παλεύουμε και την αναδεικνύουμε σε συστατικό στοιχείο της συλλογικής μας ζωής –κι αυτό είναι το να φέρνει την ουτοπία μας στο παρόν, να μας δίνει την αίσθηση ότι αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε δεν χάνεται σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλοντα χρόνο αλλά μπορεί να γίνει πράξη και βίωμα σήμερα, τώρα, εδώ. Δεν εννοούμε, φυσικά, μια ψεύτικη ομοφωνία-βιτρίνα για αποφάσεις που παίρνονται ουσιαστικά με όρους πλειοψηφίας ή μέσω της επιβολής των θέσεων κάποιας φωτισμένης μειοψηφίας. Αν δεν μπορούμε να πάρουμε απόφαση για ένα ζήτημα τότε το εγχείρημα μετασχηματίζεται στο πώς θα πάρουμε την απόφαση, και γι’ αυτό χρειάζεται ομοφωνία. Η σπειροειδής εξέλιξη της διαδικασίας είναι απόλυτα γοητευτική.
Θεωρούμε απαραίτητο να εξετάζουμε συνεχώς τις πρακτικές και τους τρόπους δράσης μας, αποφεύγοντας την ασυνείδητη χρήση τους. Η χρήση πρακτικών “κεκτημένης ταχύτητας” όταν παγιώνεται σταδιακά σε πολιτικούς “χώρους” και συλλογικότητες, οδηγεί σε αντίστοιχη παγίωση εξουσιαστικών αντιλήψεων. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως οφείλουμε να εξελίσσουμε τις διαδικασίες μας και να βλέπουμε κριτικά τις αποφάσεις μας όταν νοιώθουμε πως δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας ή όταν διαπιστώνουμε πως τα αποτελέσματά τους δεν έχουν σχέση με τις επιθυμίες, τους στόχους ή/και τις ανάγκες μας.
Τα παραπάνω δημιουργούν την αναγκαιότητα εξερεύνησης κριτικών απόψεων για την ομοφωνία γιατί μόνο θέτοντας κριτικά ερωτήματα μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα των διαδικασιών μας και να γονιμοποιήσουμε αποτελεσματικούς τρόπους μη ιεραρχικής οργάνωσης σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ερευνώντας ουσιαστικά το ζήτημα της ομοφωνίας γίνεται σαφές ότι ασχολούμαστε με τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων μέσα σε μια ομάδα και όχι απλώς με την ομοφωνία ως τρόπο λήψης αποφάσεων. Και αυτό ακριβώς κάνει και το κείμενο των Common Wheel.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως η ομοφωνία έχει όρια. Η φετιχοποίησή της καταστέλλει τη ζωντάνια της, το πολλαπλασιαστικό της όφελος. Αυτά τα όρια μπορούμε να τα ψηλαφίσουμε διατυπώνοντας ερωτήματα για τη λειτουργία της: τί σημαίνει το βέτο; το “δεν ψήνομαι με τίποτα” στον πρώτο γύρο τοποθετήσεων είναι το ίδιο με αυτό στον τρίτο γύρο τοποθετήσεων; πώς διαχειριζόμαστε τη σιωπηλή διαφωνία/αντίρρηση ή τη σιωπηλή συναίνεση; πώς ξετρυπώνουμε τις άτυπες ιεραρχίες χωρίς να νιώθουμε ότι παραβιάζουμε κάποιο ταμπού; πώς καταπολεμάμε τη δημιουργία παρειών και κομπάρσων στη “σκηνή” της ανταλλαγής; χρειάζεται κάποιες φορές συντονιστής που να διευκολύνει τη συζήτηση θεμάτων μεγάλης έντασης; δεχόμαστε ότι μπορεί να υπάρχουν ρόλοι στον κύκλο που συζητάμε; πρέπει να εναλλάσσονται; πώς εκπαιδευόμαστε στο να μιλάμε μεταξύ μας ουσιαστικά και αποτελεσματικά;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα και σε άλλα τόσα που μπορούν να τεθούν, απαιτείται από εμάς τους ίδιους και τις ίδιες να παραιτηθούμε των βολικών ιεραρχικών μας ρόλων, να προχωρήσουμε σε ατομικές και συλλογικές υπερβάσεις, να παλέψουμε με φόβους και βαθιά ριζωμένες συνήθειες. Χρειάζεται να πλεύσουμε στο αρχιπέλαγος της επιθυμίας, χωρίς ωστόσο να χαθούμε σε αυτό. Σε αυτές τις συνθήκες η ομοφωνία είναι σημαντική ακόμη και όταν αποτυγχάνει και χρειάζεται να την επινοήσουμε ξανά πιο ισχυρή, για να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις περιστάσεις της αποτυχίας της.
Δεν λειτουργούμε ομόφωνα επειδή μας είπαν πως είναι ο μόνος σωστός τρόπος. Λειτουργούμε ομόφωνα επειδή νοιώθουμε ασφυξία σε άλλες μορφές και τρόπους οργάνωσης της συλλογικής ζωής, επειδή νοιώθουμε πως είναι ο σωστός δρόμος. Δεν ξεχνάμε πως οι συλλογικότητές μας είναι εγγενώς προσωρινές. Φτιαγμένες να χτίζουν αναχώματα, να κερδίζουν χώρο, να πολλαπλασιάζονται και να χάνονται μέσα σε άλλες. Δεν θέλουμε άλλα άτομα να συνεχίσουν το έργο μας, θέλουμε κι άλλα άτομα να δουλέψουμε μαζί. Δεν θέλουμε να μπουν άλλες και άλλοι στις συλλογικότητές μας, θέλουμε να φτιάξουν τις δικές τους. Θέλουμε να πλουτίσει η εμπειρία της ομοφωνίας. Γιατί οι σχέσεις μας και οι τρόποι μας δεν είναι και αυτά προσωρινά. Είναι τα υλικά που φτιάχνουν το μέλλον μας.
Υποσημείωση
Ένα άρθρο ενδεικτικό των κριτικών προσεγγίσεων προς την ομοφωνία είναι το "Fetishizing Process" (Φετιχοποιώντας τη Διαδικασία) του Mark Lance. Ο Lance υποστηρίζει ότι ο κόσμος που λειτουργεί στις ομάδες του με το μοντέλο της ομοφωνίας τείνει να αποδίδει υπερβολική σημασία στη διαδικασία λήψης απόφασης ως τέτοια, με τρόπο που να υπερβαίνει τα πραγματικά της όρια και τις ιδιότητές της. Αυτό, σύμφωνα με τον Lance, οδηγεί στην εμφάνιση φαινομένων αποθάρρυνσης της διαφωνίας ή και της αμφισβήτησης, ανοίγοντας το δρόμο για τη χειραγώγηση των διαδικασιών από ομάδες ή άτομα. Κεντρικό κομμάτι στην ανάλυση του άρθρου λαμβάνει ο διαχωρισμός των επίσημων διαδικασιών λήψης απόφασης (δηλαδή των διαφόρων κανόνων και θέσεων για το πώς λειτουργούμε) από τις ανεπίσημες πρακτικές με τις οποίες λειτουργεί κάθε ομάδα (π.χ η υποκειμενική δέσμευση κάθε μέλους στο να ακούει με ενεργητικό τρόπο, να συζητάει συμμετοχικά, η ψυχολογία, οι συνήθειες, οι παραδόσεις). Για τον Lance το δεύτερο είναι το κρίσιμο σημείο στον καθορισμό της ποιότητας της διαδικασίας λήψης απόφασης και υφίσταται ανεξάρτητα από το πρώτο. Υποστηρίζει ότι μπορεί να “λειτουργείς” με ομοφωνία και να υπάρχει ταυτόχρονα χειραγώγηση, όπως μπορείς και να λειτουργείς, περιστασιακά τουλάχιστον, με ψηφοφορία διατηρώντας ανέπαφο το ιδανικό της ομοφωνίας.
Ένα ενδιαφέρον σημείο του άρθρου είναι εκείνο στο οποίο πραγματεύεται την ανισορροπία μεταξύ δράσης και μη δράσης στα πλαίσια της ομοφωνίας. Για παράδειγμα, αν θεωρούμε πως πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για να κάνουμε κάτι, αλλά δεν μπορούμε να καταλήξουμε ομόφωνα στο τί είναι σωστό να γίνει, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γειώνεται η πρόταση για τη δράση και τελικά να οδηγείται η συλλογικότητα στη μη-δράση.
Το Fetishizing Process περιέχει πολλά σημεία με τα οποία μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Ένα άρθρο ενδεικτικό της αντίθετης άποψης που ξεκάθαρα υποστηρίζει θετικά την ομοφωνία είναι το "A Revolutionary Decision-Making Process" (Μια Επαναστατική Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων) του C.T. Lawrence Butler. Το κείμενο αυτό θεωρεί ότι η διαδικασία της ομοφωνίας έχει μία αξία από μόνη της, και ότι αποτελεί το κλειδί στο ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Η ανάλυση αποφεύγει να επικεντρωθεί στα πρακτικά προβλήματα της εφαρμογής της διαδικασίας, αλλά δίνει έμφαση στο πολιτικό πρόταγμα στο οποίο μας οδηγεί η ιδέα της ομοφωνίας.
Το πρώτο βιβλίο έχει τον τίτλο “Με αυτό μοιάζει η ομοφωνία;” ενώ τα επόμενα δύο τιτλοφορούνται “Είναι αυτή η δίκαιη κοινωνία που θέλουμε να φτιάξουμε;” και “Κάποιες λύσεις;”. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέλη του Common Wheel και στα τρία μέρη αυτού του εγχειρήματος απευθύνουν, ήδη από τον τίτλο, ερωτήματα σχετικά με τα χαρακτηριστικά της συλλογικής ζωής και των διαδικασιών της, καθώς η πρόθεσή τους είναι να επεξεργαστούν έναν προβληματισμό γύρω από τη συνθήκη και τις δυσκολίες του συλλογικού. Παρόλο που ειδικά το πρώτο βιβλίο, αυτό που εμείς διαλέξαμε να μεταφράσουμε, έχει σε μεγάλο βαθμό τη μορφή ενός “εγχειριδίου” περί της ομοφωνίας στα πλαίσια μιας αντι-ιεραρχικής συλλογικής διαδικασίας, ελπίζουμε να γίνει σαφές πως στην πραγματικότητα πρόκειται για μια εξερεύνηση στην οποία διατυπώνονται κυρίως ερωτήματα καθώς και το πλαίσιο ενός αναστοχασμού, παρά μια θεωρία για τη “συνταγή” ή “οδηγίες χρήσης” της “ορθής” συλλογικής διαδικασίας.
Οπωσδήποτε το κείμενο παρουσιάζει αδυναμίες και φυσικά είναι μια επεξεργασία ανάμεσα σε πολλές αναφορικά με το συλλογικό και τις διαδικασίες του. Παρόλα αυτά θεωρούμε, αν και απέχουμε πολύ από το να έχουμε κάνει μια εξαντλητική έρευνα πάνω σε σχετικά κείμενα, ότι πρόκειται για μια σημαντική προσπάθεια καθώς φέρνει στο προσκήνιο της ανάλυσης καυτά ζητήματα των συλλογικών αντι-ιεραρχικών εγχειρημάτων και προσπαθεί να αναδείξει τις δυναμικές τους -ζητήματα τα οποία επειδή είναι δύσκολα και επώδυνα (αλλά όχι μόνο για αυτό) συχνά καταλήγουν να τακτοποιούνται όμορφα κάτω από το χαλί των συλλογικών εστιών μας. Παραδείγματα τέτοιων ζητημάτων, οικεία μάλλον σε πολλούς και πολλές, αποτελούν η ανάδειξη άτυπων ιεραρχιών ή/και η άνιση κατανομή του χρόνου ομιλίας αλλά και του ειδικού βάρους της συμμετοχής ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες μέσα σε, αυτοπροσδιοριζόμενες ως, αντι-ιεραρχικές ή αντεξουσιαστικές συλλογικότητες.
Αυτό που σε μεγάλο βαθμό τράβηξε το ενδιαφέρον μας στο κείμενο ήταν ο κριτικός τρόπος με τον οποίο εξετάζεται και απο-δομείται η ομοφωνία ως πράξη, διαδικασία, ιδανικό και εσωτερικός θεσμός του συλλογικού. Σημαντική μας φάνηκε, επίσης, και η εστίαση στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις συμπεριφορές των ανθρώπων μιας ομάδας και στο πώς αυτές επιδρούν καθοριστικά σε αυτό που αποτελεί την ουσία της ομοφωνίας. Εκφράζουμε μια ένσταση σε σχέση με την υπέρ του δέοντος ενασχόληση του κειμένου με την καταγραφή και ταξινόμηση συμπεριφορών, κάτι που αγνοεί, ενδεχομένως, το ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν είναι κάτι το στατικό και δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από τη συγκυρία και το περιβάλλον ενός ορισμένου χωροχρόνου. Παρόλα αυτά, το γεγονός πως αναδεικνύεται η σημασία και το βάρος των συναισθημάτων και των συμπεριφορών δείχνει μια πρόθεση να εστιάσει η ανάλυση σε κάτι που συχνά παραμελείται ή αγνοείται στην επεξεργασία των συλλογικών διαδικασιών: τον υποκειμενικό παράγοντα και τη μικροφυσική της εξουσίας, όπως αυτά ξεδιπλώνονται στις σχέσεις των ανθρώπων που απαρτίζουν ένα συλλογικό μόρφωμα.
Ένα τελευταίο που πρέπει να σημειωθεί για το βιβλίο των Common Wheel είναι το γεγονός ότι η κριτική τους σχετικά με την ομοφωνία αναφέρεται σε συλλογικότητες που αυτοπροσδιορίζονται ως αντι-ιεραρχικές, αλλά στην ανάλυση δεν προσδιορίζεται κάποιο περαιτέρω χαρακτηριστικό αυτών των συλλογικοτήτων. Δηλαδή, δεν αναφέρονται σε συλλογικά εγχειρήματα που έχουν τους χ ή ψ στόχους ή πολιτικά προτάγματα (πχ τον αγώνα ενάντια στο κράτος, τη συμβίωση στα πλαίσια μιας κατάληψης στέγης κλπ). Φαίνεται να θεωρούν πως τα προβλήματα σχετικά με την ομοφωνία και τις συλλογικές διαδικασίες αφορούν με παρόμοιο τρόπο κάθε συλλογικότητα που θέλει να δρα στη βάση της αρχής της ισοτιμίας, ασχέτως αν πρόκειται για μια αναρχική ομάδα, μια μουσική κολλεκτίβα ή μια συμβιωτική συγκατοίκηση. Αυτό, κατά την άποψή μας, παρουσιάζει κάποια προβλήματα καθώς μπορεί να διατυπωθεί το επιχείρημα πως η ομοφωνία και η όποια ουσία της είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τους στόχους και τα αιτήματα μιας συλλογικότητας, πάνω εκεί δοκιμάζεται και έχει νόημα, γιατί αυτά εξυπηρετεί. Έτσι, ίσως δεν μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια περιεκτική ή συνολική ανάλυση της συλλογικής ζωής χωρίς να λάβουμε υπόψη μας και τους στόχους ενός συλλογικού εγχειρήματος. Μια δίκαιη όμως κριτική του κειμένου θα δεχόταν ως προϋπόθεση ότι οι Common Wheel αφήνουν στην άκρη αυτό το κομμάτι προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσουν τις ιδιαιτερότητες και να κάνουν έτσι πιο εύχρηστη την κριτική καταγραφή των προβλημάτων του συλλογικού σε ένα πιο γενικό επίπεδο.
Όποιος και όποια έχει βρεθεί σε συλλογικά εγχειρήματα με αντι-ιεραρχικές δομές θα έχει φυσικά αναγνωρίσει τον εξαιρετικά κρίσιμο ρόλο της ομοφωνίας, η οποία, στο βαθμό που ορίζεται ως μια διαδικασία, δεν είναι απλώς ένα εργαλειακό μέσο λήψης αποφάσεων αλλά ταυτόχρονα, και κυρίως, ένα συστατικό, δομικό στοιχείο της ίδιας της ύπαρξης και δράσης της ομάδας.
Για εμάς η ομοφωνία είναι κρίσιμη γιατί θεωρούμε πως οι διαδικασίες με τις οποίες λειτουργούν τα συλλογικά μας πράγματα είναι τόσο σημαντικές όσο κι αυτό που θέλουμε να πετύχουμε. Έτσι, την ομοφωνία τη βιώνουμε και την καταλαβαίνουμε ως αναπόσπαστο κομμάτι της συλλογικής μας συνύπαρξης, μιας συνύπαρξης που έχει ως αφετηρία τη διεκδίκηση μιας ζωής που υπερβαίνει σχέσεις κυριαρχίας, και που ως εγχείρημα προσπαθεί να μας απεγκλωβίσει από εξουσιαστικά πλέγματα. Αποδεχόμαστε πως μέσα σε τέτοια πλέγματα είμαστε διαμορφωμένοι ως υποκείμενα και πως ακόμη και μέσα στις ίδιες τις συλλογικότητές μας δεν μεταμορφωνόμαστε αυτόματα σε κάτι “άλλο”, παρά τη διατυπωμένη συλλογική μας αντιπαράθεση με την εξουσία και τη βία της. Μια παραδειγματική περίπτωση των πλεγμάτων εξουσίας που μας ακολουθούν και στις ομάδες ισοτιμίας που προσπαθούμε να φτιάξουμε, είναι το δίπολο των ρόλων “η άτυπη αρχηγός” από τη μια -το μέλος της ομάδας που όλα περνάν από το χέρι της και οφείλει όλα να τα ελέγχει/εγκρίνει- και “αυτή που δεν εμπλέκεται” από την άλλη -το μέλος της ομάδας που κυρίως παρατηρεί, μένει σιωπηλό, δουλεύει αλλά δεν παίρνει πρωτοβουλίες και που θεωρεί ότι κάποιοι άλλοι ξέρουν καλύτερα. Είναι φυσικά ευνόητο ότι παρόλο που οι ρόλοι είναι διαφορετικοί, χρειάζονται ο ένας τον άλλο και χτίζονται πάνω σε μια κοινή ηθική αντίληψη για την ιεραρχία που, όντας με έναν τρόπο “φυσικοποιημένη”, περνάει, συνήθως, σχεδόν απαρατήρητη.
Έχουμε συνείδηση πως η παραγωγή μας ως υποκειμένων έχει αναπόφευκτα συμβεί στο πλαίσιο ενός πολύπλοκου δικτύου σχέσεων εξουσίας, το οποίο με τον έναν ή τον άλλο τρόπο μας αγκαλιάζει και μας εμπεριέχει όλες και όλους. Αυτό φυσικά αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη συλλογικοτήτων ισοτιμίας και ουσιαστικής αλληλεπίδρασης. Θεωρούμε ότι η συνειδητοποίηση του πώς λειτουργούμε στο περιβάλλον αυτής της πληθυντικής εξουσίας “εντός μας” πρέπει να αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους κάθε συλλογικότητας που θεωρεί ότι εμπνέεται από τα ιδανικά της αντι-ιεραρχίας και της ισοτιμίας.
Σήμερα τα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία που μας παραδίδει η κληρονομιά των ριζοσπαστικών κινημάτων μπορούν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από το κλασικό σχήμα μιας επαναστατικής θεωρίας που ορίζει απλοποιημένα την πάλη ενάντια στην εξουσία ως μια πάλη ανάμεσα σε “εξουσιαστές” και “εξουσιαζόμενους”. Η έννοια της κυριαρχίας ή η αντίληψη της εξουσίας ως το πλήθος των σχέσεων δύναμης στον κοινωνικό χώρο, επιχειρούν να αναδιατυπώσουν τους όρους με τους οποίους καταλαβαίνουμε τόσο τους εαυτούς μας όσο και τους όποιους “άλλους” έχουμε απέναντί μας. Έτσι, μπορούμε με άλλη ακρίβεια και με μια νέα ματιά να στοχαστούμε πάνω στην εξουσία και τους τρόπους της.
Στο πλαίσιο αυτής της άλλης προοπτικής δεν μπορούμε, λοιπόν, παρά να μεταφέρουμε την “πάλη ενάντια σε κάθε εξουσία” και στο εσωτερικό των ίδιων των συλλογικοτήτων μας και “μέσα” στον ίδιο μας τον εαυτό εφόσον αυτός αποτελεί οργανικό στοιχείο της ομάδας. Αν ζητάμε να υπερασπιστούμε και να καλλιεργήσουμε την ιδέα αλλά και την πραγματικότητα της κοινότητας και της συλλογικής συνύπαρξης, είναι σημαντικό να γυρίζουμε στο κατεξοχήν πεδίο της δυνητικής μας συνάντησης, την -ισότιμη- ομάδα και να διερευνούμε τί δεν πάει καλά. Για όλα τα παραπάνω η κριτική εξέταση τους πώς καταλαβαίνουμε, χρησιμοποιούμε και εφαρμόζουμε την ομοφωνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική.
Ένα ακόμη στοιχείο που κάνει την πρακτική της ομοφωνίας πολύτιμη είναι η ιδέα την οποία υπερασπίζεται: πως όλα τα μέλη μιας ομάδας είναι σημαντικά και ότι όλες οι απόψεις αξίζει να ακουστούν, να εμπλουτιστούν και μακροπρόθεσμα να εξελιχθούν μέσα από συλλογικά εργαστήρια. Εδώ δεν εκφράζεται απλώς η ηθική της ισοτιμίας, αλλά και η πεποίθηση πως αυτό που έχει να προσφέρει ο καθένας και η καθεμιά σε επίπεδο θεώρησης και δράσης είναι απαραίτητο στοιχείο της προσπάθειας που κάνει η ομάδα να προχωρά με μια συλλογική διάθεση συνεργασίας. Επιπλέον, η ομοφωνία έτσι ιδωμένη, γίνεται αντιληπτή ως μια, μπορούμε να πούμε, “τεχνολογία” που εστιάζει στην ανθρώπινη δημιουργικότητα και προσπαθεί να χτίσει τις συνθήκες ώστε η καινοτομία, η πρωτοβουλία, η έκφραση των ιδεών, οι δυνατότητες του καθένα και της καθεμιάς να βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Αυτό με τη σειρά του θα ενισχύσει τη συλλογική μας δύναμη και θα προσφέρει τρόπους σε κάθε ατομικότητα για να εκφράσει και να αισθανθεί τη δημιουργία.
Αυτό που χρειάζεται να υπογραμμιστεί είναι ότι για να μπορεί η ποικιλία των θέσεων, ερωτημάτων, προβληματισμών να βρίσκει χώρο είναι απαραίτητο να υπάρχει εγρήγορση σε σχέση με τους όρους που διαμορφώνουν τη συζήτηση και την ανταλλαγή. Για παράδειγμα, η συζήτηση που πραγματοποιείται έτσι ώστε να απομονώνεται και να υποβαθμίζεται τελικά μια μειοψηφική άποψη προς όφελος, υποτίθεται, μιας κοινής απόφασης παραβιάζει κάποιες καταστατικές αρχές της ομοφωνίας. Μια τυπικά ομόφωνη απόφαση που έχει προκύψει μέσω ενός τέτοιου μηχανισμού δεν είναι, φυσικά, ουσιαστικά ομόφωνη. Για να συμφωνήσει κανείς ελεύθερα με μια άποψη δεν πρέπει να υπάρχει εξαναγκασμός ή διαφορές στα επίπεδα εξουσίας που ασκεί το κάθε μέλος. Έτσι, η απουσία ιεραρχίας και εξουσίας μέσα σε μια ομάδα δεν είναι απλώς ένας επιπρόσθετος όρος, αλλά ουσιώδης για την ίδια της την ύπαρξη, για την εξέλιξη κάθε μέλους ως ατομικότητας, αλλά και για την ίδια τη διαδικασία του συλλογικού.
Στην ομόφωνη διαδικασία δεν μπορεί να υπάρχει μια πλευρά που “κερδίζει” μέσα στη συλλογικότητα και μια άλλη που “χάνει”. Η κάθε άποψη θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αφορμή για κουβέντα και αυτοί/αυτές που τη διατυπώνουν να μην αισθάνονται μειοψηφία ή βάρος και εμπόδιο στο συλλογικό προχώρημα ώστε να ακυρώνεται τελικά η ενεργητική συμμετοχή τους στην ομάδα [*]. Ταυτόχρονα θα πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η συνθήκη της συζήτησης δεν θα δίνει την ευκαιρία σε κάποιους να εκμεταλλεύονται το χώρο που φτιάχνει η ομάδα για να διακόπτεται συνεχώς η επιθυμία για πράξη και δράση. Τόσο η “δράση” όσο και η “μη-δράση” έχουν, θεωρούμε, την ίδια βαρύτητα, ή αλλιώς, αυτό το δίλημμα είναι μάλλον ψευδές όταν έρχεται να χρεωθεί στην ομοφωνία και τις μεθόδους της. Η “μη-δράση” έχει σημαινόμενα που μπορούν να μας αποκαλύψουν διαστάσεις ενός ζητήματος οι οποίες πιθανόν να εξαφανίζονταν από την άμεση “δράση”. Διαστάσεις που αφορούν κυρίως τους ίδιους μας τους εαυτούς και τη σχέση φαντασιακού-πραγματικού στο κοινωνικό πεδίο όπου πράττουμε. Από την άλλη, η συζήτηση που δεν χάνει τους στόχους της θα έπρεπε να οδηγεί σε κάτι που να γίνεται αντιληπτό ως “δράση”, δηλαδή σε μια μετατόπιση, σε μια καινούρια ιδέα, σε απτές επιλογές και όχι στη λύση του να παρατήσουμε κάτι απλώς επειδή δεν “βγαίνει” ομόφωνα. Ίσως όταν η ομοφωνία φαντάζει από δύσκολη έως ανέφικτη τότε να είναι ακόμη πιο επιτακτικό να την προσπαθήσουμε μέχρι τέλους.
Η ακρόαση όλων των απόψεων στην οποία στηρίζεται η ομοφωνία συνδέεται επίσης και με μια διάθεση για αμοιβαίο συμβιβασμό. Διαπιστώνουμε πως η έννοια του αμοιβαίου συμβιβασμού είναι στην πολιτική μας κουλτούρα πολύ αρνητικά φορτισμένη. Σίγουρα με τον αμοιβαίο συμβιβασμό δεν υπονοείται μια εξουσιαστική τακτική “υποταγής”, ούτε και η διάθεση να βρούμε μια “μέση λύση” γενική και αόριστη που δεν θα ικανοποιεί κανέναν, αλλά θα εμφανίζεται ως κοινή. Αυτό πολλές φορές οδηγεί σε “χλιαρές” αποφάσεις με “χλιαρούς” υποστηρικτές. Η ουσιαστικά ομόφωνη διαδικασία που οδηγεί σε πραγματικές ομόφωνες αποφάσεις πρέπει να έχει, ιδανικά τουλάχιστον, το χαρακτήρα μιας διαδικασίας που αφήνει όλους όχι ενδεχομένως απόλυτα ευχαριστημένους με την απόφαση, αλλά σίγουρα ικανοποιημένους με το επίπεδο ποιότητας της συλλογικής συνύπαρξης.
Κάτι τελευταίο αλλά πολύ σημαντικό είναι η διαπίστωση πως πολύ συχνά η ομορφιά και οι δυνατότητες της ομοφωνίας δεν εξηγούνται στο νεοεισερχόμενο σε μια συλλογικότητα κόσμο. Όσες και όσοι γνωρίζουμε την ομοφωνία στην πράξη, συχνά τη θεωρούμε δεδομένη και εφικτή. Είναι παρόλα αυτά καλό και αναγκαίο να περιγράφεται και να αναδεικνύεται κατά διαστήματα η αξία της, ώστε και τα νεότερα μέλη να μπορούν να αντιλαμβάνονται τη γοητεία της διαδικασίας και την ηθική αντίληψη την οποία ενισχύει και από την οποία προκύπτει.
Είναι αλήθεια ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει η ομοφωνία, χρειάζεται θέληση, θέληση, θέληση, τόσες φορές θέληση όσα και τα μέλη της ομάδας, καθώς και υπομονή από ολόκληρη τη συλλογικότητα. Πρόκειται, ειδικά στην αρχή της ζωής μιας συλλογικότητας, για μια μακρά διαδικασία. Και ίσως τελικά να υπάρχουν φορές που η ομοφωνία αποδεικνύεται λιγότερη ικανή από άλλες διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Αυτό συχνά δημιουργεί απογοήτευση και ένα αίσθημα ματαίωσης και ακύρωσης της προσπάθειας. όμως, πρέπει να υπενθυμίζουμε στους εαυτούς μας, ξανά και ξανά, τί είναι αυτό που κατορθώνει η ομοφωνία, με τρόπο μοναδικό, κάθε φορά που την παλεύουμε και την αναδεικνύουμε σε συστατικό στοιχείο της συλλογικής μας ζωής –κι αυτό είναι το να φέρνει την ουτοπία μας στο παρόν, να μας δίνει την αίσθηση ότι αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε δεν χάνεται σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλοντα χρόνο αλλά μπορεί να γίνει πράξη και βίωμα σήμερα, τώρα, εδώ. Δεν εννοούμε, φυσικά, μια ψεύτικη ομοφωνία-βιτρίνα για αποφάσεις που παίρνονται ουσιαστικά με όρους πλειοψηφίας ή μέσω της επιβολής των θέσεων κάποιας φωτισμένης μειοψηφίας. Αν δεν μπορούμε να πάρουμε απόφαση για ένα ζήτημα τότε το εγχείρημα μετασχηματίζεται στο πώς θα πάρουμε την απόφαση, και γι’ αυτό χρειάζεται ομοφωνία. Η σπειροειδής εξέλιξη της διαδικασίας είναι απόλυτα γοητευτική.
Θεωρούμε απαραίτητο να εξετάζουμε συνεχώς τις πρακτικές και τους τρόπους δράσης μας, αποφεύγοντας την ασυνείδητη χρήση τους. Η χρήση πρακτικών “κεκτημένης ταχύτητας” όταν παγιώνεται σταδιακά σε πολιτικούς “χώρους” και συλλογικότητες, οδηγεί σε αντίστοιχη παγίωση εξουσιαστικών αντιλήψεων. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως οφείλουμε να εξελίσσουμε τις διαδικασίες μας και να βλέπουμε κριτικά τις αποφάσεις μας όταν νοιώθουμε πως δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας ή όταν διαπιστώνουμε πως τα αποτελέσματά τους δεν έχουν σχέση με τις επιθυμίες, τους στόχους ή/και τις ανάγκες μας.
Τα παραπάνω δημιουργούν την αναγκαιότητα εξερεύνησης κριτικών απόψεων για την ομοφωνία γιατί μόνο θέτοντας κριτικά ερωτήματα μπορούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα των διαδικασιών μας και να γονιμοποιήσουμε αποτελεσματικούς τρόπους μη ιεραρχικής οργάνωσης σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ερευνώντας ουσιαστικά το ζήτημα της ομοφωνίας γίνεται σαφές ότι ασχολούμαστε με τις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων μέσα σε μια ομάδα και όχι απλώς με την ομοφωνία ως τρόπο λήψης αποφάσεων. Και αυτό ακριβώς κάνει και το κείμενο των Common Wheel.
Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε πως η ομοφωνία έχει όρια. Η φετιχοποίησή της καταστέλλει τη ζωντάνια της, το πολλαπλασιαστικό της όφελος. Αυτά τα όρια μπορούμε να τα ψηλαφίσουμε διατυπώνοντας ερωτήματα για τη λειτουργία της: τί σημαίνει το βέτο; το “δεν ψήνομαι με τίποτα” στον πρώτο γύρο τοποθετήσεων είναι το ίδιο με αυτό στον τρίτο γύρο τοποθετήσεων; πώς διαχειριζόμαστε τη σιωπηλή διαφωνία/αντίρρηση ή τη σιωπηλή συναίνεση; πώς ξετρυπώνουμε τις άτυπες ιεραρχίες χωρίς να νιώθουμε ότι παραβιάζουμε κάποιο ταμπού; πώς καταπολεμάμε τη δημιουργία παρειών και κομπάρσων στη “σκηνή” της ανταλλαγής; χρειάζεται κάποιες φορές συντονιστής που να διευκολύνει τη συζήτηση θεμάτων μεγάλης έντασης; δεχόμαστε ότι μπορεί να υπάρχουν ρόλοι στον κύκλο που συζητάμε; πρέπει να εναλλάσσονται; πώς εκπαιδευόμαστε στο να μιλάμε μεταξύ μας ουσιαστικά και αποτελεσματικά;
Για να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα και σε άλλα τόσα που μπορούν να τεθούν, απαιτείται από εμάς τους ίδιους και τις ίδιες να παραιτηθούμε των βολικών ιεραρχικών μας ρόλων, να προχωρήσουμε σε ατομικές και συλλογικές υπερβάσεις, να παλέψουμε με φόβους και βαθιά ριζωμένες συνήθειες. Χρειάζεται να πλεύσουμε στο αρχιπέλαγος της επιθυμίας, χωρίς ωστόσο να χαθούμε σε αυτό. Σε αυτές τις συνθήκες η ομοφωνία είναι σημαντική ακόμη και όταν αποτυγχάνει και χρειάζεται να την επινοήσουμε ξανά πιο ισχυρή, για να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτές τις περιστάσεις της αποτυχίας της.
Δεν λειτουργούμε ομόφωνα επειδή μας είπαν πως είναι ο μόνος σωστός τρόπος. Λειτουργούμε ομόφωνα επειδή νοιώθουμε ασφυξία σε άλλες μορφές και τρόπους οργάνωσης της συλλογικής ζωής, επειδή νοιώθουμε πως είναι ο σωστός δρόμος. Δεν ξεχνάμε πως οι συλλογικότητές μας είναι εγγενώς προσωρινές. Φτιαγμένες να χτίζουν αναχώματα, να κερδίζουν χώρο, να πολλαπλασιάζονται και να χάνονται μέσα σε άλλες. Δεν θέλουμε άλλα άτομα να συνεχίσουν το έργο μας, θέλουμε κι άλλα άτομα να δουλέψουμε μαζί. Δεν θέλουμε να μπουν άλλες και άλλοι στις συλλογικότητές μας, θέλουμε να φτιάξουν τις δικές τους. Θέλουμε να πλουτίσει η εμπειρία της ομοφωνίας. Γιατί οι σχέσεις μας και οι τρόποι μας δεν είναι και αυτά προσωρινά. Είναι τα υλικά που φτιάχνουν το μέλλον μας.
Ένα άρθρο ενδεικτικό των κριτικών προσεγγίσεων προς την ομοφωνία είναι το "Fetishizing Process" (Φετιχοποιώντας τη Διαδικασία) του Mark Lance. Ο Lance υποστηρίζει ότι ο κόσμος που λειτουργεί στις ομάδες του με το μοντέλο της ομοφωνίας τείνει να αποδίδει υπερβολική σημασία στη διαδικασία λήψης απόφασης ως τέτοια, με τρόπο που να υπερβαίνει τα πραγματικά της όρια και τις ιδιότητές της. Αυτό, σύμφωνα με τον Lance, οδηγεί στην εμφάνιση φαινομένων αποθάρρυνσης της διαφωνίας ή και της αμφισβήτησης, ανοίγοντας το δρόμο για τη χειραγώγηση των διαδικασιών από ομάδες ή άτομα. Κεντρικό κομμάτι στην ανάλυση του άρθρου λαμβάνει ο διαχωρισμός των επίσημων διαδικασιών λήψης απόφασης (δηλαδή των διαφόρων κανόνων και θέσεων για το πώς λειτουργούμε) από τις ανεπίσημες πρακτικές με τις οποίες λειτουργεί κάθε ομάδα (π.χ η υποκειμενική δέσμευση κάθε μέλους στο να ακούει με ενεργητικό τρόπο, να συζητάει συμμετοχικά, η ψυχολογία, οι συνήθειες, οι παραδόσεις). Για τον Lance το δεύτερο είναι το κρίσιμο σημείο στον καθορισμό της ποιότητας της διαδικασίας λήψης απόφασης και υφίσταται ανεξάρτητα από το πρώτο. Υποστηρίζει ότι μπορεί να “λειτουργείς” με ομοφωνία και να υπάρχει ταυτόχρονα χειραγώγηση, όπως μπορείς και να λειτουργείς, περιστασιακά τουλάχιστον, με ψηφοφορία διατηρώντας ανέπαφο το ιδανικό της ομοφωνίας.
Ένα ενδιαφέρον σημείο του άρθρου είναι εκείνο στο οποίο πραγματεύεται την ανισορροπία μεταξύ δράσης και μη δράσης στα πλαίσια της ομοφωνίας. Για παράδειγμα, αν θεωρούμε πως πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για να κάνουμε κάτι, αλλά δεν μπορούμε να καταλήξουμε ομόφωνα στο τί είναι σωστό να γίνει, αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γειώνεται η πρόταση για τη δράση και τελικά να οδηγείται η συλλογικότητα στη μη-δράση.
Το Fetishizing Process περιέχει πολλά σημεία με τα οποία μπορεί κανείς να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Ένα άρθρο ενδεικτικό της αντίθετης άποψης που ξεκάθαρα υποστηρίζει θετικά την ομοφωνία είναι το "A Revolutionary Decision-Making Process" (Μια Επαναστατική Διαδικασία Λήψης Αποφάσεων) του C.T. Lawrence Butler. Το κείμενο αυτό θεωρεί ότι η διαδικασία της ομοφωνίας έχει μία αξία από μόνη της, και ότι αποτελεί το κλειδί στο ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας. Η ανάλυση αποφεύγει να επικεντρωθεί στα πρακτικά προβλήματα της εφαρμογής της διαδικασίας, αλλά δίνει έμφαση στο πολιτικό πρόταγμα στο οποίο μας οδηγεί η ιδέα της ομοφωνίας.
-------------------------