Ο σκεπτικισμός είναι υγεία

Η δυσπιστία και η καχυποψία -σε αντίθεση με τον σκεπτικισμό- είναι αντιδράσεις που μπορούν τόσο να υπονομεύσουν τις έντιμες διαδικασίες μιας συλλογικότητας όσο και να παίξουν παιχνίδια με την κρίση των μελών της. Από την άλλη, η σκεπτικιστική στάση απέναντι στα πράγματα συνίσταται στο να μην προτρέχεις σε συμπεράσματα, είτε θετικά είτε αρνητικά, προτού εξετάσεις προσεκτικά κάποιο θέμα. Το να σχηματίσεις αρνητική γνώμη για ένα άτομο, εκτός του ότι είναι άσχημο, μπορεί να αποδειχθεί και πολύ άδικο. Πέρα από αυτό, μιας και οι περισσότερες δεν παραδεχόμαστε τα λάθη μας εύκολα, η κακή φήμη μπορεί να ακολουθεί επίμονα κάποια ακόμη και όταν δεν υπάρχουν ενδείξεις που να την επιβεβαιώνουν. Ωστόσο, μια απερίσκεπτη θετική κρίση είναι εξίσου επιβλαβής. Μπορεί να δώσουμε υπερβολική σημασία στα λόγια κάποιας, απλώς και μόνο, επειδή δίνει την εντύπωση ότι είναι ιδιαίτερα ευφυής ή αποτελεσματική. Έτσι η συλλογικότητα οδηγείται στο να ακολουθεί κακές συμβουλές ή στο να παραδίδει σε κάποια τον έλεγχο της ομάδας (αυτό είναι πάντοτε μια κακή ιδέα).

Για μερικές από τις πιο απερίγραπτες αδικίες που μπορεί να συμβούν σε μια συλλογικότητα, ευθύνονται συχνά αυτές που “απλώς ήθελαν να βοηθήσουν”. Για παράδειγμα, ένα μέλος της ομάδας έρχεται σε σένα, θυμωμένη και αναστατωμένη, και σου λέει για κάποιο άλλο μέλος ότι της κάνει τη ζωή δύσκολη. Σαν καλή φίλη συμπάσχεις, ακούς και προσφέρεσαι να κάνεις ότι περνά από το χέρι σου για να βοηθήσεις. Μπορεί ακόμη και να αναλάβεις το θέμα προσωπικά, ειδοποιώντας και τους υπόλοιπους για το τι συμβαίνει. Από κει και πέρα τα γρανάζια της φημολογίας ή, ακόμη χειρότερα, της αβάσιμης συκοφαντίας έχουν μπει σε κίνηση. Από εσένα.

Δεν προτείνουμε να μην είμαστε γενναιόδωρες στο πόσο συμπάσχουμε ή στηρίζουμε κάποια συναισθηματικά –πρέπει όμως να θυμόμαστε ότι κάθε ιστορία έχει δύο πλευρές και ότι καλό είναι να μην πράττουμε προτού μελετήσουμε προσεκτικά το τί συμβαίνει. Σε πολλές περιπτώσεις, όπου οι δύο εκδοχές της ίδιας ιστορίας είναι τελείως διαφορετικές και τα συναισθήματα πολύ έντονα, καλό είναι να ξεκινούμε μία επίσημη διαδικασία επίλυσης των διαφορών.

Δεν είναι ασυνήθιστο τα μέλη μιας συλλογικότητας που νιώθουν ότι έχουν αδικηθεί, να κυκλοφορήσουν κείμενο υποστήριξης ζητώντας από τις υπόλοιπες να προσυπογράψουν κυρώσεις σε βάρος αυτής που ισχυρίζονται ότι τα έθιξε. Σύμφωνα με την εμπειρία μας, οι άνθρωποι με πολύ ενθουσιασμό -στην προσπάθειά τους να φροντίσουν τα συμφέροντα της συλλογικότητας- μπορεί να συνυπογράψουν μια κατηγορία για την οποία πρακτικά γνωρίζουν από λίγα έως τίποτε, καταδικάζοντας κάποια που δεν γνωρίζουν καν. Περιττό να πούμε πως μια τέτοια συμπεριφορά δεν αποτελεί δείγμα υγιούς ομαδικής λειτουργίας. Ακόμη και αν όσες προσυπογράφουν τις κατηγορίες έχουν καλές προθέσεις, άθελά τους αποποιούνται τις ευθύνες τους και μεταθέτουν το βάρος στη συλλογικότητα. Τα μέλη που κυκλοφορούν την καταγγελία μπορεί ειλικρινά να νιώθουν ότι έχουν βαθύτατα αδικηθεί, αλλά στην πραγματικότητα υπονομεύουν τη συλλογική διαδικασία παρακάμπτοντας το ανοιχτό φόρουμ δημοσιοποίησης των παραπόνων. Δυστυχώς, έχουμε γίνει μάρτυρες περιπτώσεων όπου η απομάκρυνση ατόμων με αυτό τον τρόπο ήταν μία συνειδητή στρατηγική και η συλλογικότητα χειραγωγήθηκε στο να πιστέψει ότι ένας τέτοιου είδους εξοστρακισμός ήταν προς το συμφέρον το δικό της και των όσων πρέσβευε.

Από την άλλη, συχνά μπορεί να παρατηρηθεί και το, κατά μια έννοια, αντίστροφο φαινόμενο: ένα μέλος που έχει υποστεί την κακοποιητική συμπεριφορά κάποιου άλλου μέλους, αναζητά βοήθεια από τις υπόλοιπες αλλά αντιμετωπίζεται με ξεκάθαρη αδιαφορία. Οι δυναμικές των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα μέλη της ομάδας εμφανίζονται σε τέτοιες περιπτώσεις και παίζουν κρίσιμο πολιτικό ρόλο: αν κάποια που δεν είναι πολύ δημοφιλής ή που δεν χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από τα άλλα μέλη της ομάδας διαμαρτυρηθεί για τη συμπεριφορά κάποιου μέλους που θεωρείται γενικώς αξιόλογο ή/και παίζει αρχηγικό ρόλο, μπορεί να βρεθεί απομονωμένη και να γίνει αντικείμενο γελοιοποίησης.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο σωστός τρόπος για να προχωρήσει η συλλογικότητα -είτε κάποιες πιστεύουν αυτήν που κατηγορείται, είτε αυτήν που κατηγορεί- είναι να ερευνηθεί το ζήτημα, να λειτουργήσουν τα πρωτόκολλα επίλυσης διαφωνιών που έχουν προ-συμφωνηθεί για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων και να υπάρξει χώρος για να εκφραστούν όλες οι πλευρές. Ασχέτως με το ποια πλευρά τείνουμε να πιστέψουμε, τόσο οι βεβιασμένες κρίσεις όσο και η επιβολή υπερβολικών ή περιττών κυρώσεων σε καμία περίπτωση δεν προάγουν τη δικαιοσύνη ή το περί δικαίου αίσθημα.

Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε πάντα να ξέρουμε τι έχει ακριβώς συμβεί- μπορούμε όμως να φτάσουμε σε μία σχετικά έγκυρη εκδοχή της πραγματικότητας αν στηριχτούμε σε εξακριβωμένα γεγονότα και την πιθανότητα που προκύπτει λογικά να έχει συμβεί το Χ γεγονός έναντι του Υ- για παράδειγμα αναλογιζόμενες αν κάποιο από τα εμπλεκόμενα μέρη είχε λόγο να παραποιήσει ή να αποκρύψει την αλήθεια.