Μικρό-διαχείριση της συμπεριφοράς των άλλων

Στο πλαίσιο μιας καλοπροαίρετης προσπάθειας να εδραιωθούν κανόνες που θα εμποδίζουν την απαξιωτική συμπεριφορά μεταξύ των μελών και την κατάχρηση της συλλογικής διαδικασίας, μερικές συλλογικότητες πέφτουν στην εξουσιαστική παγίδα της υπαγόρευσης, με κάθε λεπτομέρεια, πολύ συγκεκριμένων συμπεριφορών που τα μέλη τους μπορούν ή δεν μπορούν να έχουν. Όσες δεν ακολουθούν αυστηρά τους κανονισμούς, ενδεχομένως άθελά τους, μπορεί να αποδοκιμαστούν, να καταδικαστούν σε βαθμό υπερβολής, ή να θεωρηθούν ανεπιθύμητες.

Αυτόκλητες αρχηγοί, έμπειρες στο να δουλεύουν με το σύστημα της ομοφωνίας, μπορεί να χρησιμοποιούν την τυφλή τήρηση των κανονισμών για να προβάλουν τους εαυτούς τους ως μοντέλα συμπεριφοράς -ακολουθώντας πάντα το γράμμα, αν και όχι απαραίτητα και το πνεύμα, των κανονισμών. Στη συνέχεια, μπορούν να κατηγορήσουν εκείνες που δεν είναι το ίδιο έμπειρες σχετικά με τις λεπτομέρειες των κανόνων, ή τόσο επιδέξιες στο να φαίνονται ότι τους ακολουθούν, ως υπονομεύτριες της συναίνεσης. Όσες διαπράξουν το σφάλμα να εκφραστούν με ακατάλληλη ορολογία ή εκτός σειράς γίνονται στην πορεία τα εύκολα θύματα για αυτές τις “τυράννους της διαδικασίας”.

Οι κανόνες συμπεριφοράς δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το βασικό σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την κοινή λογική ή την έντιμη προσπάθεια να ακούσεις, να καταλάβεις και να αγωνιστείς για αυτό που είναι δίκαιο. Οποιαδήποτε προσπάθεια για κωδικοποίηση και περιορισμό της φυσικής ανθρώπινης αλληλεπίδρασης μπορεί να δημιουργήσει μια πνιγηρή ατμόσφαιρα εξαναγκασμού και αποδοκιμασίας.

Διακόπτοντας

Πολλά έχουν ακουστεί και ακούγονται συχνά, στους κύκλους των συλλογικών αντι-ιεραρχικών εγχειρημάτων, για το πόσο προβληματικό είναι να διακόπτεις κάποια όταν αυτή μιλά. Το να διακόπτεις είναι σχεδόν πάντα ενοχλητικό και μπορεί να χρησιμοποιείται, ενίοτε ηθελημένα, για να επιβληθεί κάποια έναντι της συνομιλήτριάς της, όμως είναι επίσης και μια συνηθισμένη ανθρώπινη αδυναμία. Για κάποιους ανθρώπους είναι “χρόνια παθολογία” το να διακόπτουν, αισθάνονται ότι ξεχειλίζουν από φοβερές ιδέες ή πληροφορίες και δεν μπορούν να συγκρατηθούν. Τέτοια άτομα αντιμετωπίζονται συνήθως με χιούμορ, ελαφριά κριτική ή απλώς με το να διακόπτονται τα ίδια. Άλλα άτομα μιλούν με τις ώρες. Δεν είναι κακό να διακόπτουμε με ωραίο τρόπο κάποια που κουράζει τις υπόλοιπες με ατελείωτες και επαναλαμβανόμενες τοποθετήσεις, καθώς πρέπει να δίνεται χώρος ομιλίας σε όλες. Δεν πρέπει φυσικά να τους επιβάλλεται να σιωπήσουν, αλλά οφείλουν να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες της φλυαρίας τους.

Δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι στον ίδιο βαθμό τη δεξιότητα να χειρίζονται επιτυχημένα τις διαπροσωπικές ανταλλαγές απόψεων. Κάποια άτομα δεν είναι προικισμένα με την ικανότητα του να αντιλαμβάνονται πότε ακριβώς κάποια έχει ολοκληρώσει και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα να πάρουν το λόγο τώρα. Ειρωνικά, αυτές που είναι οι περισσότερο επιρρεπείς στο να διακόπτουν -και έτσι να δεχθούν κριτική γι’ αυτό- είναι και αυτές που έχουν τις λιγότερες πιθανότητες να εκφραστούν και να ακουστεί η γνώμη τους. Ενώ ο συντονισμός μιας συζήτησης μπορεί να αποτρέψει κάτι τέτοιο, πάντα θα υπάρχουν άτομα που θα μπλέκονται σε παράλληλες συζητήσεις «εκτός σειράς», μέσα ή έξω από τις συναντήσεις.

Είναι ακόμη αρκετά φυσιολογικό, στον καθημερινό λόγο, να διακόπτουμε κάποια για να διευκρινίσουμε επιτόπου μία παρεξήγηση: “Ω, όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό, αυτό που εννοούσα ήταν…”. Οι συλλογικές διαδικασίες χρειάζεται να λαμβάνουν υπόψη τους τις πρακτικές αλληλεπίδρασης στην καθημερινή επικοινωνία και όχι να υπαγορεύουν μηχανιστικές συμπεριφορές, καταδικάζοντας ταυτόχρονα όσες δεν τις ακολουθούν.

Βάζοντας σε σειρά τις τοποθετήσεις

Η απαγόρευση οποιασδήποτε διακοπής μπορεί να αποβεί προβληματική στις συνελεύσεις, ειδικά όταν συγχρόνως ισχύει ο αυστηρός κανόνας ότι τα μέλη μπορούν να μιλήσουν μόνο με τη σειρά που σήκωσαν το χέρι τους. Το να ζητά κάποια το λόγο σηκώνοντας το χέρι είναι μια καλή ιδέα, εφόσον σταματά τις συμμετέχουσες από το να φωνάζουν απλώς για να ακουστούν, όπως επίσης καλή ιδέα είναι και η δημιουργία λίστας που καθορίζει ποια έχει σειρά να μιλήσει. Και οι δύο όμως αυτές πρακτικές, αν εφαρμοστούν πολύ αυστηρά, μπορούν εύκολα να πνίξουν τη συζήτηση ή να διευκολύνουν τις καταχρήσεις.

Για παράδειγμα, μπορεί κάποια να κάνει ηθελημένα αναληθείς και επιβλαβείς ισχυρισμούς, σχετικά με κάποια πρόταση που βρίσκεται σε συζήτηση με σκοπό να την υπονομεύσει. Αυτή που έκανε την πρόταση αρχικά, μπορεί να θέλει απελπισμένα να απαντήσει, αλλά δεν πρέπει να διακόψει και υπάρχουν και άλλα άτομα στη σειρά για να μιλήσουν. Αν μιλήσει εκτός σειράς πιθανότατα θα αντιμετωπιστεί με δυσφορία και ίσως να ενισχύσει την άποψη εκείνης που υπονομεύει την πρόταση. Αν μιλήσει όταν θα έχει έρθει τελικά η σειρά της, ίσως να είναι πλέον πολύ αργά για να ανακατασκευάσει την ήδη λανθασμένη άποψη των υπόλοιπων μελών. Δεν έχει, λοιπόν, νόημα να χρησιμοποιούμε λίστες χωρίς να λαμβάνουμε υπ’ όψη ότι οι συζητήσεις απαιτούν ανταλλαγή. Όταν οι ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες και τα ψέματα δεν αμφισβητούνται, δεν μπορεί να υπάρξει δημιουργική ανταλλαγή απόψεων.
Αυτό που επίσης συμβαίνει συχνά, είναι ότι κάποιο μέλος σηκώνει το χέρι του ζητώντας το λόγο για να απαντήσει σε κάτι που μόλις ειπώθηκε. Μέχρι να έρθει η σειρά του να μιλήσει, μπορεί να έχουν ήδη γίνει άλλα δέκα σχόλια για άσχετα ζητήματα, και το θέμα για το οποίο ζήτησε το λόγο να μη βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της συζήτησης. Παρ’ όλα αυτά, μιας και είναι η μοναδική του ευκαιρία να σχολιάσει, θα κάνει την τοποθέτησή του έτσι κι αλλιώς. Αν πολλαπλασιάσουμε αυτή την διαδικασία με τον αριθμό των ατόμων που συμμετέχουν σε μία συνάντηση, βλέπουμε ότι παράγεται μια εντελώς τυχαία αλληλουχία τοποθετήσεων σε διαφορετικά ζητήματα και καμία συνοχή στη συζήτηση.

Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο ο δρόμος είναι ανοιχτός για να “βγάζουν λόγους” όσες έχουν αυτοπεποίθηση και ευφράδεια, ενώ κάποια περισσότερο ντροπαλά και συνεσταλμένα μέλη μπορεί με το ζόρι να πουν μερικές λέξεις και να μην τους δοθεί άλλη ευκαιρία για να τοποθετηθούν πλήρως.

Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει ο τρόπος που θα επιτρέπει σε όλα τα μέλη να ξεκαθαρίσουν, όταν χρειάζεται, κάποια ζητήματα χωρίς να εκθέτουν τον εαυτό τους σε οργισμένες επικρίσεις.

Δίνοντας το λόγο με προτεραιότητα

Πολλές συλλογικότητες θέτουν κανόνες με τους οποίους εξασφαλίζεται ότι οι συντονίστριες της συνέλευσης μπορούν να δίνουν προτεραιότητα λόγου σε εκείνα τα άτομα και τις ομάδες που τείνουν, παραδοσιακά, να καταπιέζονται. Όμως, αν και η πρόθεση αυτής της ρύθμισης από μόνη της είναι αξιοσέβαστη, στην πράξη δεν είναι καθόλου εύκολο να διακρίνουμε ποια άτομα σε μία ομάδα είναι πιο πιθανό να σιωπούν και να παραγκωνίζονται από τον διάλογο. Οι ανισότητες και η διαφορά ισχύος μεταξύ ανθρώπων που απαρτίζουν μια μικρή ομάδα, οφείλονται σε μια σειρά παραγόντων που δεν είναι εύκολο να αναχθούν σε φυλετικά ή ταξικά χαρακτηριστικά, ή χαρακτηριστικά φύλου. Έτσι, όποια αποπειράται να αντιπαλέψει την αδικία εφαρμόζοντας υπερ-απλουστευτικά κριτήρια μπορεί να εκτραπεί σε καταστάσεις ακόμη πιο άδικες. Πολλές συλλογικότητες θα έπρεπε να είναι περισσότερο συνειδητοποιημένες ώστε να αποφεύγουν τέτοια λάθη.

Είναι σημαντικό να εξασφαλίζουμε ότι αυτές που υπήρξαν σιωπηλές θα έχουν την ευκαιρία να ακουστούν. Είναι ωστόσο αναγκαίο ο κανόνας να εφαρμόζεται με λογική. Όλα τα μέλη θα πρέπει να νιώθουν ελεύθερα να πουν “δεν έχω κάποιο σχόλιο”, χωρίς να αισθάνονται ότι έτσι απλώς υποκύπτουν σε σχέσεις άτυπης ιεραρχίας. Επιπλέον, αυτές που εμπλέκονται άμεσα σε κάποιο ζήτημα ή που εγείρουν κάποιο θέμα, μπορεί να έχουν να πουν περισσότερα γύρω απ’ αυτό και μπορεί ακόμη και να ρωτηθούν από την ομάδα για να ξεκαθαρίσουν κάποια σημεία -δεν θα έπρεπε να σιωπήσουν επειδή κάποια άλλη δεν έχει μιλήσει αρκετά για το ζήτημα. Επομένως, δεν είναι καθόλου λογικό για κάποια που έφερε σε συζήτηση ένα θέμα να μην μπορεί να συμμετάσχει στην κουβέντα που εξελίσσεται μόνο και μόνο επειδή έχει εξαντλήσει τον χρόνο που της αντιστοιχεί, βάσει μιας αντίληψης που ορίζει ότι “όλες πρέπει να μιλάμε το ίδιο” (ισομερής κατανομή του χρόνου των τοποθετήσεων).