Το πρόβλημα με την ευγένεια

Η ευγένεια, που δεν πρέπει να συγχέεται με το σεβασμό, την εκτίμηση και την ευπρέπεια (όλα θετικές αξίες), αποτελούσε πάντα εργαλείο καταπίεσης -π.χ. για τη δυσφήμιση των πολιτικών αντιπάλων ή των διαδηλωτριών μέσω του χαρακτηρισμού των πράξεών τους ως άσεμνες ή αδιάκριτες (από εκείνες τις οποίες θίγουν τα ηχηρά συνθήματα και τα οδοφράγματα). Η ίδια τακτική εφαρμόζεται και μέσα σε συλλογικότητες για να σιωπούν όσες διαφωνούν. Οι συλλογικότητες και η συλλογική δράση απαιτούν ευθύτητα και ειλικρίνεια. Η ευγένεια αποτελεί ανάθεμα για το χτίσιμο της ομοφωνίας.

Η παραδοσιακή αγγλοσαξονική προτεσταντική λεπτότητα -του τύπου: “μη λες τίποτε αν δεν έχεις κάτι ευχάριστο να πεις”, “μην εκφράζεις ποτέ αρνητική κριτική” και “βιάσου να αμβλύνεις τις διαφωνίες”- είναι ασύμβατη με τη συλλογική δράση. Η σύγκρουση είναι ουσιώδης για τη διαδικασία διαμόρφωσης εννοιών και εγχειρημάτων. Οι ιδέες πρέπει να εξετάζονται πλήρως και ειλικρινώς. Αντιθέτως, το να φέρεσαι “ευγενικά” όταν δεν το νιώθεις, δημιουργεί μόνο δυσπιστία. Το ήθος της ειλικρίνειας, της αμεσότητας και της ευθύτητας παροτρύνει την ομάδα να επικεντρώνει στο περιεχόμενο μιας δήλωσης αντί να τροφοδοτεί συνεχώς την ανάγκη τού να γίνει κατανοητό το υπονοούμενο που ενδεχομένως κρύβει μία παρατήρηση (π.χ. “Μήπως το είπε αυτό απλώς για να με κάνει να φανώ χαζή;” κ.λπ.).
Η απουσία συγκρούσεων είναι σχεδόν πάντα σημάδι ότι η διαφωνία, ή ακόμα και η όποια ειλικρινής συνεισφορά, καταπιέζονται μέσα σε ένα πλαίσιο που αποδοκιμάζει, γενικώς και αορίστως, τη δημιουργία έντασης.

Ένα άτομο που θέλει να εκμεταλλευτεί καταστάσεις θα επικαλεστεί, όταν το βολεύει, την κοινωνική αβρότητα, κατηγορώντας οποιαδήποτε άλλη εγείρει ερωτήματα ως ασεβή ή διασπαστική, με σκοπό να την κάνει να σωπάσει.

Το ήθος της ευγένειας παρέχει πλήρη ελευθερία κινήσεων στις θρασύδειλες, καθώς οι «καλοί τρόποι» υπαγορεύουν πως πρέπει να αντιδρούμε με ηρεμία όταν κάποια προσπαθεί να μας επιβληθεί βάζοντας τις φωνές. Όταν λοιπόν κάποια απαντήσει με επιθετικό τρόπο σε λεκτικές επιθέσεις, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει την αποδοκιμασία της ομάδας, επειδή κλιμακώνει, αντί να εκτονώνει, τη διαμάχη –ταυτόχρονα αυτή που επιτέθηκε αρχικά, αν είναι καθ' έξιν θρασύδειλη και έχει κερδίσει μια θέση ισχύος και σεβασμό στην ομάδα μέσω κυριαρχικών συμπεριφορών, πιθανότατα “θα τη βγάλει καθαρή”. Δεν αποκλείεται ο κόσμος να πάρει και το μέρος της επειδή δέχεται επίθεση, αποδοκιμάζοντας εκείνη που τόλμησε να αντιπαρατεθεί με ένα τόσο αγαπητό και σεβαστό μέλος. Συμπεριφορές σαν κι αυτή είναι χαρακτηριστικές κυρίως σε ομάδες που καθοδηγούνται από χαρισματικές προσωπικότητες, παρά σε αντι-ιεραρχικές συλλογικότητες. Παρ' όλα αυτά, τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συχνά και σε ομάδες που ισχυρίζονται πως λειτουργούν στη βάση της ομοφωνίας.

Στις ομόφωνες διαδικασίες είναι εξαιρετικά σημαντικό να ακούγεται και να εξετάζεται το περιεχόμενο ενός παραπόνου, ακόμη κι αν αυτό εκφράζεται με μια έκρηξη θυμού. Σε μια συλλογικότητα στην οποία επικρατεί κλίμα εκφοβισμού, τα μέλη που μπορεί να έχουν αντιρρήσεις κρατούν συνεχώς το στόμα τους κλειστό. Έτσι τα ζητήματα βγαίνουν στην επιφάνεια μόνο όταν κάποια ωθείται στα άκρα και εκφράζει τις επιφυλάξεις της ουρλιάζοντας. Όταν συμβεί αυτό, είναι πολύ εύκολο για τα μέλη με κυριαρχικές διαθέσεις να χαρακτηρίσουν την παραπονούμενη “τρελή” ή “εμπαθή”. Στην πραγματικότητα, ένα ιδιαιτέρως ύπουλο μέλος που θέλει να έχει τον έλεγχο μπορεί επί τούτου να προκαλεί κάποια, την οποία αναγνωρίζει ως εν δυνάμει απειλή για την εξουσία της, μόνο και μόνο για να πάρει μια εν θερμώ απάντηση την οποία θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια ως αιτία για την απομάκρυνσή της από την ομάδα.

Τα μέλη μιας συλλογικότητας πρέπει να μπορούν να προσδιορίσουν εάν ο θυμός χρησιμοποιείται από πρόθεση ως εργαλείο εκφοβισμού. Η ειλικρινής συζήτηση μπορεί συχνά να προκαλέσει ένταση. Η ομάδα πρέπει να δημιουργεί ένα ασφαλές και ανοιχτό περιβάλλον στο οποίο κάτι τέτοιο θα είναι αποδεκτό.

Συχνά δημιουργείται η παρεξήγηση ότι επειδή η συλλογική ζωή βασίζεται στην ειλικρίνεια, την ισότητα και τα κοινά ιδανικά, η δυναμική μας συλλογικότητας πρέπει να χαρακτηρίζεται πάντοτε από τρυφερότητα και αλληλοϋποστήριξη. Το ακριβώς αντίθετο όμως, είναι εξίσου αληθινό. Η συλλογική δράση πρέπει να επιτρέπει στα άτομα να εκφράζουν τις διαφωνίες τους ακόμη και με τρόπους που δεν είναι πάντα οι καλύτεροι δυνατοί.

Μια συλλογικότητα που από τη μία ενδίδει σε εμφανώς ανειλικρινείς εκφράσεις τρυφερότητας ή συμπάθειας και από την άλλη δυσφορεί όταν αντιμετωπίζει βλοσυρά βλέμματα, θυμό ή την αντιπάθεια κάποιας προς κάποιο άλλο άτομο ή ιδέα, δεν λειτουργεί ούτε στη βάση της ομοφωνίας, ούτε με τη βασική προϋπόθεση του αμοιβαίου σεβασμού. Η ομοφωνία, είτε για καλό είτε για κακό, αξιώνει για όλες τη δυνατότητα ξεσπάσματος. Όταν αυτό δεν επιτρέπεται, η ομάδα λειτουργεί στη βάση εξουσιαστικών σχέσεων.

Οι άνθρωποι θυμώνουν, απογοητεύονται, αγανακτούν, συγχύζονται, καταβάλλονται, εκδικούνται, θίγονται, φθονούν και πάει λέγοντας. Η εκτόνωση αυτών των συναισθημάτων πρέπει να είναι αποδεκτή, και αργότερα μπορούν, ενδεχομένως, να απολογούνται αν κάτι τέτοιο θεωρηθεί απαραίτητο. Απ' την άλλη η συλλογικότητα οφείλει να κατακρίνει όποια επίτηδες επιδίδεται σε θεατρινισμούς ως εξουσιαστική μανούβρα για να εκφοβίσει μέλη που πιθανόν διαφωνούν.

Η συλλογική δράση απαιτεί σεβασμό -που σημαίνει να ακούς και να εξετάζεις με ειλικρίνεια τη διαφορετικότητα και τα αισθήματα της άλλης- αλλά όχι συμβατικούς ευγενείς τρόπους, που είναι το επίχρισμα της προσήνειας και συχνά χρησιμοποιούνται παραπλανητικά για να συγκαλύψουν τις πραγματικές απόψεις και κίνητρα κάποιας.