Τα Προσωπικά Ζητήματα και τα Ζητήματα της Ομάδας

Μερικές φορές, δύο άτομα που εμπλέκονται σε προσωπική και συναισθηματική αντιπαράθεση, θα επιμείνουν να τραβήξουν σ’ αυτήν ολόκληρη τη συλλογικότητα, απαιτώντας, η καθεμία (ή και μόνο η μία), από την ομάδα να καταδικάσει την άλλη. Αυτή που έχει μεγαλύτερη επιρροή στο πλαίσιο της ομάδας, ισχυρότερη προσωπικότητα, ή απλώς την ικανότητα να πείσει ότι είναι η πιο αδικημένη, ίσως πετύχει τη δημιουργία ενός αγανακτισμένου, θυμωμένου μετώπου ενάντια στην «αντίπαλό» της.

Σε αυτές τις περιπτώσεις η παρέμβαση ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μίας μικρής ομάδας από τα υπόλοιπα μέλη, ας πούμε ένα ως τρία άτομα, μπορεί να τις βοηθήσει να λύσουν την αντιπαράθεση, τουλάχιστον μέχρι το βαθμό που θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν να λειτουργούν ως κομμάτι της συλλογικότητας. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι χρήσιμο να αναζητηθούν ουδέτερες διαμεσολαβήτριες εκτός ομάδας. Είναι όμως ασύμβατο με το πνεύμα της ομοφωνίας και της ισότητας, που προϋποθέτει ισότιμο σεβασμό για κάθε άτομο και τη συνεισφορά του στην ομάδα, ν’ ανάγεται η συλλογικότητα σε δικαστές και ενόρκους (ή σε αιμοσταγείς χωριάτες που κραδαίνουν πυρσούς), για μία κατάσταση συναισθηματικά επώδυνη για τις εμπλεκόμενες και για την οποία η συλλογικότητα δεν μπορεί, αλλά ούτε και θα πρέπει, να γνωρίζει όλες τις λεπτομέρειες.

Η δημόσια επίλυση αντιπαραθέσεων, παρ’ όλο που είναι σαφώς προτιμότερη από το να βγαίνουν συμπεράσματα και αποφάσεις βασισμένα σε φήμες και υπαινιγμούς, φέρνει τις εμπλεκόμενες πλευρές στη δύσκολη θέση να πρέπει να εξηγήσουν προσωπικές επιλογές (για τις οποίες ενδεχομένως να μην είναι ιδιαίτερα περήφανες) μπροστά στα υπόλοιπα μέλη. Αυτή η τακτική μόνο σε άμυνα και άρνηση για συμβιβασμό είναι πιθανό να οδηγήσει, εξαιτίας του φόβου ότι μπορεί κάποια να χάσει την αξιοπιστία της και να πληγωθεί.

Σε τέτοιες καταστάσεις μπορεί να παρουσιαστεί το επιχείρημα ότι οι εσωτερικές διενέξεις επηρεάζουν την εικόνα που έχουν για τη συλλογικότητα πιθανές σύμμαχοι και ότι πρέπει ως εκ τούτου ν’ αποσιωπούνται -με το να απομακρύνεται μια από τις εμπλεκόμενες από τις δραστηριότητες της συλλογικότητας. Η ιδέα αυτή, ωστόσο, είναι άκρως εξουσιαστική και πιθανόν να οδηγήσει σε διάσπαση της ομάδας παρά σε ενδυνάμωση των δεσμών στο εσωτερικό της. Επιπλέον οδηγεί στο λογικό συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρηθεί η αρμονία στην ομάδα είναι το να μη γίνεται ανεκτή οποιαδήποτε διαμάχη.

Ένα αντίστροφο πρόβλημα, που εμφανίζεται επίσης αρκετά συχνά, είναι το εξής: όταν κάποια διαμαρτύρεται δικαιολογημένα για τον τρόπο με τον οποίο κάποιο άλλο μέλος συμπεριφέρεται στο πλαίσιο των συλλογικών δραστηριοτήτων, μπορεί στη συνέχεια να κατηγορηθεί ότι εγείρει το ζήτημα λόγω προσωπικής αντιπάθειας.

Αυτή η περίπτωση έχει να κάνει με κατάχρηση της συλλογικής διαδικασίας, συνήθως από την πλευρά κάποιας αυτόκλητης αρχηγού, που δεν επιθυμεί να δικαιολογήσει τις πράξεις της και που θα επιδιώξει να διασκεδάσει κάθε κριτική, ισχυριζόμενη ότι αυτή που διαμαρτύρεται έχει προσωπικό πρόβλημα μαζί της, παρά κάποια βάσιμη ανησυχία. Έτσι, σύντομα αυτή που είχε την τόλμη ν’ αμφισβητήσει την αρχηγό μπορεί να βρεθεί συκοφαντημένη, εξευτελισμένη, ή να υποστεί κοροϊδίες και σαρκαστικά σχόλια, που στόχο θα έχουν να την εξαναγκάσουν σε υποχώρηση.

Ακριβώς εδώ, κάποια καλοπροαίρετα μέλη της συλλογικότητας μπορεί να αντιδράσουν προτρέποντας τις υπόλοιπες να ηρεμήσουν. Μπορεί δε και να πετάξουν μερικές κοινοτοπίες του στυλ “το σημαντικό είναι η δουλειά της ομάδας!” (που δεν πρέπει, εννοείται, να υπονομεύεται από “αψιμαχίες”). Και σε κάποια απληροφόρητη περαστική, αυτό μπορεί να φανεί σαν μία καλή εκτίμηση, μια λογική απάντηση προς όφελος της γαλήνης της ομάδας. Στην πραγματικότητα, όμως, μία τέτοια παρέμβαση είναι πέρα για πέρα σκληρή και αναίσθητη. Είναι συμπτωματική ενός τύπου επιπολαιότητας που προκύπτει όταν αφελείς άνθρωποι επιτρέπουν την χειραγώγησή τους από κάποια αρχηγό (βέβαια δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε πως σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει και σκόπιμη τακτική).

Πιστεύουμε πως σε αυτές τις καταστάσεις η συλλογικότητα πρέπει απλώς να ενθαρρύνει αυτήν που εκφράζει δυσαρέσκεια ή διαφωνία, να μιλήσει. Η ομάδα δεν μπορεί να επιτρέπει το πνίξιμο μιας διαφορετικής άποψης προκειμένου να αποφύγει περαιτέρω τη διαμάχη. Αυτή είναι μια ψεύτικη αρμονία, που διαιωνίζει την αδικία και που δεν αρμόζει σε συλλογικότητες που (υποτίθεται) επιθυμούν να δημιουργήσουν δημοκρατικότερες κοινωνικές δομές.