Σεβασμός στη διαφορετικότητα

Πολλές συλλογικότητες γνωρίζουν πως πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο για να αντιμετωπίσουν το ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία που εμφανίζονται στο εσωτερικό τους. Όμως, συχνά αποτυγχάνουν να κατανοήσουν ότι η έλλειψη σεβασμού στη διαφορετικότητα που περικλείουν, δεν ξεκινά με τις πιο ειδεχθείς και εξόφθαλμες εκφράσεις της, αλλά εμφανίζεται κάθε φορά που δεν προσφέρεται χώρος για την άποψη, την κατάσταση ή τις εμπειρίες ζωής ενός άλλου ατόμου.

Η προκατάληψη δεν εμφανίζεται επιλεκτικά. Δεν είναι σωστό να είσαι ενάντια στον ρατσισμό, το σεξισμό και την ομοφοβία, αλλά αδιάφορη απέναντι στην ξενοφοβία, τον εθνικισμό, τον ηλικιακό ή τον ταξικό διαχωρισμό και στους χιλιάδες άλλους τρόπους που προωθούν την καχυποψία και τις διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους.

Το αυτο-μαστίγωμα και η αυτο-κατηγορία, στα οποία καταφεύγουν οι συλλογικότητες στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τα εσωτερικά τους προβλήματα σχετικά με το παραπάνω ζήτημα, είναι απίθανο να έχουν χρήσιμα αποτελέσματα. Η ανεκτικότητα ξεκινά με τη συνειδητοποίηση ότι τα άλλα άτομα μπορεί να βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά από εμάς και ότι οφείλουμε να μην βιαζόμαστε στις κρίσεις μας, την ίδια στιγμή που προσφέρουμε χώρο για να εξηγήσουν την άποψή τους και να ακουστούν πραγματικά εκείνες οι απόψεις με τις οποίες διαφωνούμε ή δεν καταλαβαίνουμε το σκεπτικό τους. Καμιά μας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει με ποιο τρόπο η ζωή έχει διαμορφώσει κάποιο άλλο άτομο. Η δυναμική της ομάδας αποτυγχάνει να σεβαστεί τη διαφορετικότητα κάθε φορά που επιτρέπει να γίνονται υποθέσεις για κάποιο από τα μέλη της.

Οι συλλογικότητες που χτίζονται γύρω από ένα συγκεκριμένο ζήτημα είναι συνήθως αρκετά ομοιογενείς. Θεωρητικά, τα μέλη τους θα ήθελαν να αποδέχονται τη διαφορετικότητα, αλλά πολλές δυσκολεύονται να δουν πέρα απ’ την περιορισμένη, προσωπική τους εμπειρία όταν πρέπει πραγματικά να αντιμετωπίσουν κάποια με τελείως διαφορετική ζωή από τη δική τους, Μια ανεπαίσθητη διαφορά, κάποιοι αδέξιοι κοινωνικοί τρόποι, ένας λανθασμένος χειρισμός της γλώσσας, ή ένα σχετικά σιωπηλό άτομο, μπορεί να είναι αρκετά για να στιγματίσουν κάποια ως παράξενη ή κουραστική και να προδικάσουν τις απόψεις της ως αδιάφορες. Πώς περιμένουμε να έρθουμε κοντά με τις άλλες, ξεπερνώντας ευρύτερες διαφορές που πηγάζουν από τη φυλή, την εθνικότητα, την τάξη, το σεξουαλικό προσανατολισμό και το φύλο, όταν αποτυγχάνουμε να αποδεχτούμε ακόμη και τις προσωπικές διαφοροποιήσεις ή τις ιδιορρυθμίες σε επίπεδο χαρακτήρα;

Για παράδειγμα, στην περίπτωση μιας συλλογικότητας που απαρτίζεται κυρίως από φοιτήτριες, κάποια με οικογένεια μπορεί να αποκλειστεί από τις δραστηριότητες της ομάδας, απλά και μόνο, επειδή οι συναντήσεις της ορίζονται το βράδυ, όταν αυτή θα πρέπει να είναι σπίτι για να βάλει τα παιδιά για ύπνο. Η αναπηρία, επίσης, κάποιου μέλους αγνοείται συχνά από υγιή άτομα: είναι σκληρό να μπαίνεις στη θέση κάποιας άλλης και να συνειδητοποιείς πόσο δύσκολο μπορεί να είναι για αυτή το να εμφανίζεται κανονικά στις συναντήσεις ή να δουλεύει αργά τη νύχτα. Όταν ένα μέλος δεν μπορεί να συνεισφέρει πλήρως στις δραστηριότητες μιας ομάδας μπορεί να νιώσει αποκλεισμένο εξαιτίας της αδιαφορίας των υπολοίπων για τις δυσκολίες του: «Αφού δεν ήσουν εδώ, αποφασίσαμε να το κάνουμε έτσι». Ή, ακόμη χειρότερα, κάποιες ομάδες μπορεί συνειδητά και εσκεμμένα να περιθωριοποιούν όσες δεν εργάζονται αρκετά ή δεν εμφανίζονται συχνά, χωρίς να δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για τις συνθήκες ζωής αυτών των μελών. Η ασθένεια, η οικογένεια, η δουλειά και η οικονομική κατάσταση είναι διαφορές που μια συλλογικότητα ισότιμων σχέσεων πρέπει να συμμερίζεται, αν θέλει πραγματικά να λειτουργεί στη βάση της ομοφωνίας.

Μέλη που δεν έχουν ηλεκτρονικό υπολογιστή συχνά αντιμετωπίζονται ως ανύπαρκτα, επειδή δεν συμμετέχουν στις ηλεκτρονικές συζητήσεις. Πολλές φορές δεν μπαίνει καμία καν στον κόπο να τα ενημερώσει για τις δράσεις και τις ώρες των συναντήσεων. Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής είναι ένα εργαλείο που στοιχίζει αρκετά χρήματα, συν τη μηνιαία συνδρομή για τη σύνδεση στο διαδίκτυο. Το να υποθέτουμε πως όλα τα μέλη μιας ομάδας, ειδικά μιας πολιτικής συλλογικότητας που ασχολείται με ζητήματα οικονομικών ανισοτήτων, θα έπρεπε να αντέχουν μια τέτοια πολυτέλεια είναι τελείως αντιφατικό με την πραγματικότητα την οποία ο κοινωνικός ακτιβισμός καλείται να αντιμετωπίσει. Μια συλλογικότητα δεν μπορεί να θεωρεί ότι λειτουργεί με ομοφωνία όταν κάποια από τα μέλη της συστηματικά αποκλείονται από τις δραστηριότητές της.