ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΣΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ

Διαβάζοντας την μπροσούρα στο πρωτότυπο κείμενο είναι ξεκάθαρη η επιλογή των συγγραφέων να χρησιμοποιούν εναλλακτικά και τα δύο γραμματικά γένη. Η χρήση αρσενικών/θηλυκών αντωνυμιών εναλλάσσεται συχνά, και σε διάφορες περιστάσεις δηλώνεται το πιθανό φύλο ενός προσώπου ενώ αυτό δεν είναι απαραίτητο.

Θεωρήσαμε λοιπόν, σχεδόν αυτονόητα, ότι: 1. αυτή η γλωσσική στρατηγική προφανώς και δεν ήταν τυχαία, 2. αποτελούσε μια προσπάθεια ανατροπής των σεξιστικών στερεοτύπων μέσα από μια άλλη χρήση της γλώσσας και 3. ήταν ένα σχόλιο σε σχέση με το πώς τέτοια στερεότυπα επαναλαμβάνονται και ανα-παράγονται μέσα από τις δομές του γραπτού λόγου. Αρχίζοντας λοιπόν τη μετάφραση του κειμένου στα ελληνικά συμφωνήσαμε εξαρχής πως οφείλαμε και εμείς να κρατήσουμε κάποια στάση απέναντι σε αυτή την επιλογή/θέση των συγγραφέων.

Αρχίσαμε, έτσι, να συζητάμε πιθανές μεταφραστικές επιλογές που να είναι σε συμφωνία με την υπόρρητη θέση της μπροσούρας σχετικά με το σεξισμό στη γλώσσα. Ξεκινώντας από το πώς θα μπορούσαμε να το μεταφράσουμε εμείς καταλήξαμε γρήγορα να συζητάμε για το “τί” είναι τέλος πάντων αυτό που συμβαίνει στη γλώσσα σε σχέση με τα φύλα: για το πώς οι δομές της γραμματικής και της επιλογής του ενός γένους (αρσενικό) ως αυτό που περιγράφει καθολικά/οικουμενικά τον “άνθρωπο” επηρεάζει την αντίληψή μας για τον κόσμο, για το πώς εμφανίζεται το αρσενικό γραμματικό γένος (υπονοώντας το αρσενικό φύλο) να εκπροσωπεί και τα δύο (ή και πιθανά περισσότερα) φύλα προσδιορίζοντας έτσι τη δυναμική των σχέσεων εξουσίας μεταξύ τους, για το πώς και για το κατά πόσο η γλώσσα λειτουργεί σαν εργαλείο που “απλώς καθρεφτίζει” κοινωνικές αντιλήψεις σε σχέση με τα φύλα ή τις “παράγει” και, τέλος, για το αν έχει νόημα και σημασία και μέχρι πού μπορεί να μας πάει μια προσπάθεια να αλλάξουμε τους τρόπους που μιλάμε και γράφουμε και (άρα) σκεφτόμαστε. Αν δηλαδή, τελικά, μπορεί η γλώσσα (ή αλλιώς, εμείς με εργαλείο τη γλώσσα) να παράγει και να προωθήσει άλλες αντιλήψεις που να εναντιώνονται στις κανονικότητες μιας συγκεκριμένης εξουσιαστικής δυναμικής μεταξύ των δύο φύλων.

Η μεταξύ μας συζήτηση προχώρησε προς διάφορα μονοπάτια, όμως το ζήτημα της επιλογής στη μετάφραση παρέμενε πρόβλημα. Κάπως θα έπρεπε τελικά να το μεταφράσουμε. Καταρχάς απορρίψαμε την περίπτωση να μεταφραστεί εξ’ ολοκλήρου στο αρσενικό γένος καθώς αυτό δεν θα ήταν συνεπές ούτε με τις προθέσεις των συγγραφέων αλλά ούτε, από ό,τι φάνηκε, και με τους δικούς μας προβληματισμούς. Συζητήθηκε ως εναλλακτική επιλογή το να αποφύγουμε, όσο το δυνατό, μέρη του λόγου που δηλώνουν το γραμματικό γένος και να μιλάμε για “μέλη”, “άτομα”, “ανθρώπους”. Αυτό εκτός από δύσκολο να γίνει συνολικά, μας φάνηκε επίσης πως έκανε το κείμενο απρόσωπο και λιγότερο ευχάριστο στην ανάγνωση.

Μια επόμενη επιλογή ήταν να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε χρησιμοποιώντας εναλλακτικά και τα δύο γένη. Έτσι ήρθαμε αντιμέτωπες και αντιμέτωποι, λόγω της φύσης της ελληνικής γλώσσας, με το πρόβλημα του αν κάθε φορά για οποιαδήποτε κατάληξη, επιθέτου, αντωνυμίας, ουσιαστικού και για κάθε άρθρο, θα χρησιμοποιούσαμε τόσο το αρσενικό όσο και το θηλυκό. Η δοκιμή μας έδειξε πως αυτό, αν και ήταν εφικτό, έκανε βέβαια το κείμενο σχεδόν αφόρητα κουραστικό. Η άλλη επιλογή, σε αυτή την κατεύθυνση αλλά κάπως συμβιβαστική, ήταν να μην γίνεται αυτό συνεχώς αλλά να χρησιμοποιούνται εναλλακτικά και τα δύο γένη σε μια προσπάθεια “ισότιμης εκπροσώπησης”. Μια επίσης εφικτή λύση, που όμως, όπως και οι προηγούμενες, δεν μας ικανοποιούσε ιδιαιτέρως.

Κάποια στιγμή, ένα τμήμα της μετάφρασης, λίγο δοκιμαστικά και πειραματικά, ή και για λόγους απλοποίησης, έγινε εξ’ ολοκλήρου στο θηλυκό. Διαβάζοντας αυτό το κομμάτι αρχίσαμε να συζητάμε την προοπτική να γίνει η μετάφραση της μπροσούρας κατά αυτόν τον τρόπο. Αυτή η πρόταση μας βρήκε στην αρχή σχετικά αμήχανες και αμήχανους. Ήταν οπωσδήποτε μια εφικτή προοπτική, είχε διάφορα πλεονεκτήματα σε σχέση με την ανάγνωση του κειμένου που έτσι δεν θα σκορπιζόταν από συνεχείς εναλλαγές (αυτό εξάλλου είναι συχνά και το επιχείρημα που υποστηρίζει τη μετάφραση αποκλειστικά στο αρσενικό γένος), αλλά τί ακριβώς δήλωνε πολιτικά; Δηλαδή, πώς λειτουργούσε επί της ουσίας μια μετάφραση όπου ο κόσμος όπως απεικονίζεται στη γλώσσα είναι “αντεστραμμένος”;

Αποφασίζοντας τελικά, και αφού εκφράστηκαν κάποιες επιφυλάξεις, να μεταφράσουμε όλο το κείμενο στο θηλυκό γένος συμφωνήσαμε καταρχάς στο προφανές: ότι αυτό δεν σήμαινε πως “προτείνουμε” μια άποψη του κόσμου όπου μια σχέση εξουσίας απλώς αντιστρέφεται κι έρχονται τα “πάνω κάτω” ή τα “κάτω πάνω”. Δηλαδή, αν δεχτούμε ως πραγματική την πατριαρχική συνθήκη τότε το αίτημα μιας τέτοιας μετάφρασης δεν είναι το να την αντικαταστήσουμε με μια “μητριαρχική” συνθήκη. Αυτό θα ήταν αστείο ή απλώς άσχετο με τις προθέσεις μας. Για να το πούμε και κάπως πιο “κλισέ”: το ζήτημα δεν είναι το “ποια εξουσία” αλλά το “καμιά εξουσία”. Από την άλλη, διαβάζοντας τη μπροσούρα εξ’ ολοκλήρου μεταφρασμένη στο θηλυκό γένος, παρατηρήθηκε, από κάποιους και κάποιες, πως δημιουργούνταν κατά την ανάγνωση μια ενδιαφέρουσα και δυναμική σχέση με το κείμενο. Καθώς η συνεχής συνάντηση με μια αποκλειστικά θηλυκή εκδοχή της (γλωσσικής) πραγματικότητας φαινόταν περίεργη ή και ανοίκεια μας έκανε να αντιληφθούμε ότι έτσι γινόμασταν πιο συνειδητοί και συνειδητές σχετικά με το πώς οι γλωσσικές δομές, λειτουργώντας σε ένα ασυνείδητο επίπεδο, κατασκευάζουν ή/και αναπαράγουν (αυτό το δίλημμα ίσως και να μην έχει σημασία) την κοινωνική πραγματικότητα, διαπλέκονται με τις κοινωνικές σχέσεις. Ήταν, δηλαδή, σαν αυτό το παιχνίδι αντιστροφής να προκαλούσε την προσοχή μας και να εκβίαζε τη σκέψη να βγει από τη συνήθεια και να δει πως παράγονται τα νοήματα. Σαν να τραβιόταν μια κουρτίνα και να υπογραμμιζόταν πως ο τρόπος που βλέπουμε (διαβάζοντας) τον κόσμο φτιάχνεται (και) μέσα στη γλώσσα. Επιπλέον, γινόταν ακόμα πιο σαφές πως αυτός ο κόσμος είναι ένα κόσμος όπου το αρσενικό γραμματικό γένος (το γένος που στη γλώσσα συμβολίζει το αρσενικό φύλο) έχει σχεδόν πάντα το προνόμιο να εμφανίζεται ως ταυτόσημο με το “άνθρωπος” και να κυριαρχεί στο “χώρο” [*]. Πράγμα που σημαίνει πως κάποιο από τα φύλα μπορεί, δυνάμει, να ταυτίζει την ύπαρξή του με το καθολικό πρότυπο, ενώ κάποιο άλλο είναι πάντα μια “ειδική” κατηγορία. Έτσι, η εμπειρία της ανάγνωσης γινόταν μια ευκαιρία ανα-στοχασμού πάνω σε όσα συζητιούνται, τελευταία όλο και πιο συχνά, γύρω από μια κριτική του σεξισμού και της πατριαρχίας.

Αυτή η μεταφραστική επιλογή από μια άποψη δεν είναι “πιστή” στις προθέσεις των συγγραφέων. Νομίζουμε όμως -καθώς μια μετάφραση σε μια άλλη γλώσσα σημαίνει ταυτόχρονα και μετάφραση σε μια άλλη κοινωνική πραγματικότητα- πως με αυτή μας την επιλογή μάλλον εμβαθύνουμε, παρά απομακρυνόμαστε από την κριτική θέση και τον προβληματισμό των συγγραφέων.


[*] Για αυτό δεν θα πούμε ποτέ σε μια μεικτή παρέα “θέλετε όλες μπύρα;” παρά μόνο από θέση - η “φυσική” έκφραση στη γλώσσα και στο αυτί μας θα είναι το “θέλετε όλοι...”.