Η ασάφεια οδηγεί σε σχέσεις ιεραρχίας

Συχνά δεν είναι αρκετά ξεκάθαρο στα μέλη των συλλογικοτήτων ισότιμων σχέσεων, το πως λειτουργεί η ομοφωνία. Όταν τα μέλη της συλλογικότητας δεν ξέρουν τι ακριβώς να κάνουν, οδηγούνται σε αδράνεια και πλήξη, αφήνοντας έτσι την πόρτα ανοιχτή για κάποια ή κάποιες που θα ορμήσουν να σώσουν την ομάδα αναλαμβάνοντας την “καθοδήγησή” της.

Πολλά από τα άτομα με τα οποία έχουμε μιλήσει για τις δυσκολίες της ομοφωνίας και των συναινετικών διαδικασιών δεν προβληματίζονται τόσο για τις ανισότητες ισχύος ανάμεσα στα μέλη της συλλογικότητας, τις οποίες δεν αντιμετωπίζουν ως ιδιαίτερο πρόβλήμα για τις ομάδες τους, όσο για μια σειρά από άλλα ζητήματα: τις ανιαρές συναντήσεις και τις μη παραγωγικές συζητήσεις γύρω από ασήμαντα θέματα, το να μην ξέρουν ποια θα έπρεπε να κάνει τι και το πώς θα κατανεμηθούν οι υπευθυνότητες και τις καταστάσεις όπου είτε δεν προχωράει τίποτα, είτε όλη η δουλειά γίνεται από μόνο ένα ή δύο άτομα.

Τα μέλη μιας συλλογικότητας μπορεί να κουραστούν από τις διεξοδικές, δημόσιες συζητήσεις που απαιτούν τα διάφορα θέματα. Πολλές φορές οι συνελεύσεις δεν γίνονται καθόλου, ενώ οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για ένα συγκεκριμένο θέμα δεν εμφανίζονται ή, τέλος, οι άνθρωποι που μαζεύονται είναι πολύ λίγοι και έτσι η συζήτηση, για άλλη μια φορά, αναβάλλεται. Φαίνεται λοιπόν πολύ πιο εύκολο να παίρνονται οι αποφάσεις από λίγα μέλη, ακόμη και χωρίς να ζητηθεί η γνώμη της ομάδας αφού τουλάχιστον έτσι κάτι γίνεται. Τέτοια κοινά προβλήματα δημιουργούν όμως γόνιμο έδαφος για την εμφάνιση αρχηγών που είναι πρόθυμες να αναλάβουν την ομάδα, να φέρουν τάξη και αποτελέσματα –και συχνά μια τέτοια εξέλιξη προσφέρει στα υπόλοιπα μέλη ανακούφιση και δημιουργεί έως και συναισθήματα ευγνωμοσύνης προς όσες “παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους”.

Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι προφανές ότι έχει υπονομευθεί σημαντικά η ομοφωνία και οι βασικές αρχές της ισότητας. Υπάρχουν δύο αιτίες πίσω από ένα τέτοιο φαινόμενο (πιθανότατα κάποιες φορές να λειτουργούν ταυτόχρονα και οι δύο, ενισχύοντας η μία την άλλη): είτε κάποια χειραγωγεί την ομάδα με σκοπό να αποκτήσει εξουσία η ίδια και η κλίκα της (πράγμα που μπορεί να γίνεται και ασυνείδητα, καθώς κάποιοι άνθρωποι δείχνουν να έχουν μια σχεδόν φυσική προδιάθεση να το παίξουν αρχηγοί), είτε πολλά από (ή και όλα) τα μέλη της ομάδας φοβούνται να αναλάβουν την ευθύνη να πάρουν αποφάσεις και να δουλέψουν όπως χρειάζεται για να πάει η ομάδα μπροστά. Όταν όλες περιμένουν κάποια άλλη να αποφασίσει τι θα γίνει, τότε προφανώς, δεν γίνεται τίποτα. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας κατάστασης είναι οι αλληλοκατηγορίες και η δημιουργία κλίματος έχθρας και μνησικακίας ανάμεσα στα μέλη, κλίμα που μπορεί φυσικά να διαλύσει την ομάδα. Οι συλλογικές διαδικασίες που στηρίζονται στην αρχή της ομοφωνίας δεν προϋποθέτουν αρχηγούς που θα κινητοποιήσουν την ομάδα, που “θα της βάλουν φυτίλια” για να προχωρήσει. Η καθεμιά μας οφείλει να είναι αυτή που εμπνέει, κινητοποιεί και πραγματώνει τη συλλογική δράση.

Συχνές Παρανοήσεις σχετικά με την Ομοφωνία

Η πιο κοινή παρανόηση σχετικά με την ομοφωνία είναι ότι όλες πρέπει να συμφωνούν -ή να συμφωνήσουν- μεταξύ τους. Υπάρχει συχνά αρκετή πίεση προς τα μέλη να μην εκφράζουν διαφωνίες ή επιφυλάξεις, αφού έτσι θεωρείται ότι δεν προωθούν τη συνεργασία. Πολλές προτάσεις περνούν μόνο και μόνο επειδή καμία δεν τολμά να φέρει αντίρρηση. Αυτό όμως δεν είναι ομοφωνία. Η ουσιαστική ομόφωνη διαδικασία μπορεί, εν συντομία, να περιγραφεί ως εξής: κάποια κάνει μια πρόταση, οι υπόλοιπες κάνουν ερωτήσεις για σημεία που δεν έχουν καταλάβει καλά έτσι ώστε να αποκτήσουν μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, συζητιούνται τα επιμέρους ζητήματα και ίσως και να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις ή διορθώσεις. Η τελική μορφή της πρότασης μπαίνει σε ψηφοφορία. (Ναι, και στην ομοφωνία ψηφίζουμε. Η διαφορά με την πλειοψηφική ψηφοφορία είναι ότι στην διαδικασία της ομοφωνίας όλες ψηφίζουν προκειμένου να περάσει κάτι. Το να ψηφίζουν όλες κάνει ξεκάθαρο ποιες είναι οι επιθυμίες των μελών της συλλογικότητας, αντί να υποθέτουμε τη συναίνεσή τους όταν παραμένουν σιωπηλές). Αν όλα τα μέλη συμφωνούν με την πρόταση όπως έχει διαμορφωθεί, τότε αυτή περνάει. Αν κάποια έχει αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις, τότε η πρόταση χρειάζεται να διορθωθεί έτσι ώστε να ενσωματώσει τους προβληματισμούς που εκφράζονται. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει συζήτηση με εκείνη που διατυπώνει τον όποιο προβληματισμό, έτσι ώστε να βρεθεί μία λύση για την οποία όλες θα δίνουν τη συγκατάθεσή τους.

Πολλές ομάδες βουλιάζουν σε ένα τέλμα αποδιοργάνωσης επειδή θεωρούν ότι η δημιουργία δομών για να δρομολογούνται τα όσα πρέπει να γίνουν, είναι μια διαδικασία σχετικά αυταρχική -ειδικά όταν αυτές οι οργανωτικές δομές επιτρέπουν να αναλαμβάνει κάποια πράγματα ένα και μόνο μέλος. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι. Όταν όλες οι δράσεις της ομάδας είναι διαφανείς και όλα τα μέλη έχουν την δυνατότητα να τις αμφισβητήσουν, να εκφράσουν τις ανησυχίες τους και να δουν τους προβληματισμούς τους να λαμβάνονται υπ’ όψη και όταν οι αποφάσεις τίθενται σε ψηφοφορία ώστε να εκφραστεί η ομόφωνη συναίνεση, τότε, οι ατομικές πρωτοβουλίες είναι μια χαρά αποδεκτές. Δεν είναι κατακριτέο, για παράδειγμα, κάποια που έχει έφεση στο να κράτα τα πράγματα σε τάξη να φτιάχνει ένα πρόγραμμα ή ένα αρχείο με χρήσιμες διευθύνσεις, αρκεί να φέρνει αυτή την πρωτοβουλία στην ομάδα για έγκριση. Αυτό το οποίο θα έπρεπε να προσέξουμε είναι ο συγκαλυμμένος εκφοβισμός, π.χ. όταν κάποια το παίζει ιδιαίτερα πληγωμένη κάθε φορά που δεν δείχνουν όλες απεριόριστο θαυμασμό για τις προσπάθειες της, δεχόμενες άνευ όρων αυτό που θέλει να κάνει. Φυσικά, η έλλειψη διαφάνειας είναι ένα πολύ ανησυχητικό σημάδι: όλες οι πληροφορίες που κάποια έχει συγκεντρώσει πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες σε όλα τα μέλη της συλλογικότητας και κάθε δράση που κάποια πραγματοποιεί εκ μέρους της ομάδας πρέπει να έχει γίνει γνωστή σε, και αποδεκτή από, όλα τα υπόλοιπα μέλη.

Από την άλλη, αποφάσεις που δεν αφορούν τις βασικές αρχές της ομάδας, είναι απολύτως λογικό να λαμβάνονται από αρμόδιες υπο-ομάδες και όχι από το σύνολο της συλλογικότητας. Για παράδειγμα αν μια υπο-ομάδα έχει τη σύμφωνη γνώμη της συλλογικότητας σχετικά με το ποσό που θα ξοδέψει για μία εκδήλωση, τότε δεν χρειάζεται να ψηφίσει η συλλογικότητα για κάθε μεμονωμένο έξοδο που θα κάνει η υπο-ομάδα. Χρειάζεται, ωστόσο, να παρουσιαστεί στην συλλογικότητα μία αναλυτική εικόνα των εσόδων και των εξόδων μετά την εκδήλωση.

Αποκτώντας δεξιότητες

Ένας ακόμη λόγος για τον οποίο μπορεί μια συλλογικότητα να βαλτώσει και να καταλήξει σε αδράνεια είναι το ότι τα μέλη της δεν αποκτούν απαραίτητες δεξιότητες. Δουλειές όπως η οργάνωση μιας εκδήλωσης, ο σχεδιασμός των δραστηριοτήτων της ομάδας, η πληρωμή των εξόδων κ.α. απαιτούν ικανότητες που θα πρέπει να αποκτώνται μέσα από την κοινή δουλειά με κάποιο μέλος που έχει ανάλογη εμπειρία. “Δεξιότητες” δεν είναι μόνο χειρωνακτικές ικανότητες όπως το ράψιμο, η ξυλουργική ή το μαγείρεμα. Η συλλογικότητα πρέπει να φροντίζει ώστε τα μέλη της να αποκτούν και δεξιότητες που αφορούν τα οργανωτικά ζητήματα, την τεχνολογία και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Κάποιες φορές οι συλλογικότητες που βασίζονται στην αρχή της ομοφωνίας υποθέτουν ότι επειδή όλες στην ομάδα είναι ισότιμες μεταξύ τους, μπορούν ως εκ τούτου και να φέρουν εις πέρας οποιαδήποτε δουλειά, αυτόνομα και χωρίς προηγούμενη γνώση ή χωρίς βοήθεια. Συχνά, δηλαδή, παρανοείται το περιεχόμενο των εννοιών “αυτονομία” και “DIY” (Do It Yourself) και εξαιτίας αυτή της παρανόησης οδηγούνται οι συλλογικότητες στην πεποίθηση ότι η καθεμιά μπορεί να δουλεύει ανεξάρτητα από όλες τις άλλες, χωρίς καν να ζητά συμβουλές από όσες έχουν περισσότερη εμπειρία και γνώσεις. Η ίδια η ιδέα ότι κάποια μέλη μπορεί να έχουν μεγαλύτερη εμπειρία από κάποια άλλα αντιμετωπίζεται με καχυποψία. Ακόμη και το να προσφέρεις συμβουλές ή καθοδήγηση μπορεί να θεωρηθεί πατερναλιστικό ή ότι χτίζει ιεραρχίες. Αυτή η αντίληψη είναι υγιής μέχρις ενός βαθμού -αφού καμία δεν θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως πιο σημαντική από τις υπόλοιπες και καμίας οι απόψεις δεν θα έπρεπε να έχουν περισσότερο βάρος- αλλά είναι και αυτοκαταστροφική όταν οδηγεί σε άρνηση ή άγνοια της πραγματικότητας. Δεν έχει κανένα νόημα τα μέλη χωρίς εμπειρία να αναλαμβάνουν μόνα τους υπευθυνότητες που τους είναι εντελώς καινούριες, καθώς τα αποτελέσματα είναι συνήθως τα εξής: δημιουργείται μια γενικότερη αίσθηση ματαίωσης αφού τα πράγματα που πρέπει να γίνουν δεν γίνονται καθόλου ή δεν γίνονται αρκετά καλά, αισθάνονται άγχος και ενοχή όσες βιάστηκαν να προσφερθούν ενώ δεν ήξεραν πώς γίνεται η συγκεκριμένη δουλειά και, τελικά, εμφανίζονται οι “συνήθεις ύποπτοι” για να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να “σώσουν” την ομάδα. Ταυτόχρονα κυριαρχεί και το συναίσθημα ότι οι γεμάτες αισιοδοξία προσπάθειες της ομάδας βουλιάζουν στη μετριότητα και την αναποτελεσματικότητα.

Η σαφήνεια είναι το μόνο αντίδοτο για να ξεκολλήσει η συλλογικότητα από τέτοιες καταστάσεις. Αν η ομάδα διατυπώνει κάθε φορά, όσο πιο ξεκάθαρα μπορεί, το πώς πρέπει να γίνουν κάποια πράγματα και ποιο άτομο με εμπειρία θα μεταδώσει δεξιότητες στα άπειρα μέλη, τότε πολλά προβλήματα -τα οποία συχνά οδηγούν σε συγκρούσεις εξουσίας- μπορούν να αποφευχθούν. Υπάρχουν συλλογικότητες όπου τα παλιότερα μέλη δεν είναι διατεθειμένα να εκπαιδεύσουν τα νεότερα, ισχυριζόμενες ότι δεν έχουν χρόνο για “μπέιμπι-σίτινγκ”. Τέτοιες συμπεριφορές αποτελούν σαφείς ενδείξεις πως η συλλογικότητα δεν λειτουργεί ούτε στη βάση της ομοφωνίας, ούτε στη βάση της αρχής περί ισότητας μεταξύ των μελών της.